Magadan - Russia’s Auschwitsz
Η πόλη Μαγκανταν της Ρωσίας είναι γνωστή στους πολίτες της χώρας ως Πύλη της κολάσεως. Πάνω από 3 εκατ ρώσοι στάλθηκαν να εργαστούν και να βρουν τον θάνατο στα κρύα ορυχεία χρυσού της περιοχής...
Το Μαγκαντάν είναι ρωσικό λιμάνι στην Οχοτσκική θάλασσα (ΒΔ Ειρηνικός),και βρίσκεται ακριβώς 5.900 χιλιόμετρα ανατολικά της Μόσχας. Είναι η πρωτεύουσα και μοναδική πόλη της Περιφέρειας Μαγκαντάν και σύμφωνα με την απογραφή του 2002, κατοικούταν από 99.399 ανθρώπους.
Κύριες δραστηριότητες των κατοίκων είναι η ναυπήγηση πλοίων, η αλιεία και η διαμετακομιδή του χρυσού που εξάγεται από ταορυχεία του ποταμού Κολιμά.
Η πόλη ιδρύθηκε το 1933 από τον Εντουάρντ Μπέρζιν, διευθυντή της Ντάλστροϊ. Η Ντάλστροϊ ήταν ο οργανισμός που διαχειριζόταν τα προϊόντα των σταλινικών στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας και σκοπός της νέας πόλης ήταν να αποτελέσει πύλη εισόδου (για τους κρατούμενους) και εξόδου (για τα πολύτιμα μέταλλα) των γκούλαγκ της ενδοχώρας. Κατά ειρωνεία της τύχης ο ίδιος ο Μπέρζιν συνελήφθη ως κατάσκοπος και τυφεκίσθηκε πέντε χρόνια αργότερα.
Αν και τα περισσότερα γκούλαγκ (ιδίως αυτά στα οποία φυλακίζονταν πολιτικοί κρατουμένοι) έκλεισαν κατά την περίοδο της αποσταλινοποίησης, η μεταλλευτική δραστηριότητα συνεχίσθηκε είτε από ποινικούς κρατουμένους είτε από εργάτες επί πληρωμή. Κρίση άρχισε να παρατηρείται μόλις στη δεκαετία του '80 και κορυφώθηκε στη δεκαετία του '90, όταν οι περισσότερες επιχειρήσεις ιδιωτικοποιήθηκαν και έκλεισαν, δημιουργώντας στρατιές ανέργων στο Μαγκαντάν.
Η τραγική ιστορία του Μαγκαντάν εξακολουθεί να στοιχειώνει το ρωσικό συλλογικό υποσυνείδητο. Ο δρόμος Μ56 που συνδέει την πόλη με το Γιακούτσκ, μήκους 2.032 χιλιομέτρων, αποκαλείται Δρόμος των Οστών, επειδή οι κατάδικοι που εργάστηκαν για την κατασκευή του , πέθαιναν, και θάβονταν επί τόπου κάτω από το χωμάτινο οδόστρωμα. Επίσης ακόμα και σήμερα το όνομα της πόλης είναι συνώνυμο με την εξορία, όπως επί παραδείγματι στην Ελλάδα ο Αη-Στράτης.
Πρώην πολιτικοί κρατούμενοι ήταν και οι διασημότεροι κάτοικοι του Μαγκαντάν, ο τενόρος Βαντίμ Κοζίν και ο ζωγράφος Νικολάι Γκέτμαν. Αμφότεροι απελευθερώθηκαν από τα γκούλαγκ το 1953 και αποφάσισαν να μείνουν στην πόλη, ως επικεφαλής