Ορη ντροπής εκοίταζα και μαύρης καταισχύνης (...)
Εβλεπα τόσους εμπτυσμούς, ραπίσματα, κολάφους,
και μούντζες αναρίθμητες από προγόνων τάφους (...)
Γεώργιος Σουρής, «Ρωμιός», 29/8/1909
Οι «μούντζες», τα «ραπίσματα» και οι «εμπτυσμοί» απευθύνονταν, όπως και σήμερα, προς το σύνολο σχεδόν του πολιτικού συστήματος της χώρας, στο ανάλογο σκηνικό που είχε προκύψει μετά την «πτώχευση» του 1893 και τον (πρώτο) διεθνή οικονομικό έλεγχο. Τότε το παλαιό πολιτικό προσωπικό αναζήτησε τη λύτρωσή του (όχι τη λύτρωση του τόπου) μέσω της «συναίνεσης» μεταξύ των μερίδων του. Ακριβώς όπως στις μέρες μας κύκλοι της πολιτικής και μεγαλοπαράγοντες των ΜΜΕ και της οικονομίας απεργάζονται σενάρια «μεγάλου συνασπισμού» ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας.
Οι αναλογίες είναι εντυπωσιακές: Η «άψογος στάσις», όπως έχει μείνει στην ιστορία η ενδοτική πολιτική του πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη έναντι των διεθνών δανειστών (της τρόικας του 19ου αιώνα), υπήρξε και τότε αντικείμενο κριτικής από άλλες μερίδες του παλαιοκομματικού συστήματος.
Οι όροι και η ρητορική θυμίζουν το σημερινό καταγγελτικό λόγο της Νέας Δημοκρατίας, που αποδέχεται την ουσία και αναζητεί διαφορετικά «μείγματα» μνημονιακών πολιτικών. Ετσι, ο Δημήτριος Γούναρης εγκαλούσε την πολιτική τού «στα όλα ναι» στους ξένους και τις εταιρείες τους με τις εξής κορόνες (ομιλία στη Βουλή, 25 Ιανουαρίου/7 Φεβρουαρίου του 1908):
«Ο λαός έχει εναποθέσει την διαχείρισιν των συμφερόντων του εις ημάς, και ημείς τον παραδίδομεν εις τας Εταιρείας. Εάν βαρυνώμεθα τον κόπον της διαχειρίσεως αυτών, μη πτοούμενοι την αντιμετώπισιν των Εταιρειών, ηθέλομεν κατέλθειν μέχρι τοσούτου, ώστε να είπωμεν προς αυτάς: σας παραδίδομεν τα συμφέροντα των πολιτών, αφιέμεθα εις την καλήν υμών πίστιν και διαχειρισθείτε αυτά ως θέλετε -τότε ερρέτω το κράτος. Τοιούτον κράτος θα ήτο ο εμπαιγμός της ιστορίας».
Ο Θεοτόκης κατήγγειλε, βεβαίως, όπως και οι σημερινοί οπαδοί του κόμματος του μνημονίου, την κριτική αυτή ως ανεύθυνη και δημαγωγική («λαϊκιστική»). «Ερρέτω η ρητορική δεινότης, ερρέτω η ευγλωττία» ήταν η απάντησή του. Οι διαφορές τους όμως δεν ήταν τέτοιες, που να μην μπορεί να τις γεφυρώσει η προσδοκία του μοιράσματος της εξουσίας. Οπως γράφει ο ιστορικός, «μετ' ολίγον η ευγλωττία εκλήθη και πάλι εις συνεργασίαν, και αυτή την φορά εδελεάσθη». Ο Γούναρης ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών. Οι διαφορές του με το Θεοτόκη ήταν ανάλογες με αυτές που χωρίζουν σήμερα Σαμαρά και Παπανδρέου.
Η συνεργασία αυτή δεν έσωσε το πολιτικό σύστημα. Λιγότερο από ένα χρόνο μετά ξέσπασε το κίνημα στο Γουδί, που επρόκειτο να σαρώσει οριστικά τους παλαιοκομματικούς. Και μάλιστα, παρά την ύστατη προσπάθειά τους να αντιταχθούν ενωμένοι στο ρεύμα της ιστορίας:
Στις εκλογές της 8/21 Αυγούστου του 1910, ένα χρόνο μετά το Γουδί, τα δύο μεγάλα κόμματα του δικομματισμού της εποχής, του Γεωργίου Θεοτόκη και του Δημητρίου Ράλλη, κατήλθαν με κοινούς συνδυασμούς. Ο «μεγάλος συνασπισμός» αυτός φάνηκε μάλιστα να επιτυγχάνει το στόχο του, δεδομένου ότι ανέδειξε 205 περίπου βουλευτές, έναντι 153 «αντισυστημικών» της εποχής, που κατέβηκαν ακέφαλοι και ασυνεννόητοι.
Και τούτο γιατί και τότε, όπως και σήμερα, η μαζική απόρριψη του πολιτικού συστήματος παρέμενε στο επίπεδο της άρνησης και δεν είχε ακόμη αναδείξει τη θετική, εναλλακτική διέξοδο.
Η Βουλή όμως αυτή των ζόμπι του παλαιοκομματισμού δεν άντεξε παρά μόνο μερικούς μήνες. Στις επόμενες εκλογές της 28ης Νοεμβρίου (11 Δεκεμβρίου) τα παλαιά κόμματα δεν πήραν καν μέρος, σαρωμένα από τη γενικευμένη λαϊκή τους απαξίωση. Δεν ξαναεμφανίστηκαν ποτέ πια στην πολιτική ζωή της χώρας.
Δεν χρειάζεται σοφία για το συμπέρασμα: δεν μπορείς να έχεις καινούριο κρασί απλώς μεταγγίζοντάς το σε νέα μπουκάλια.
*Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι δικηγόρος και αναπληρωτής καθηγητής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία, 23 Οκτωβρίου 2011