Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Οφείλει η Γερμανία 70 δισεκατομμύρια ευρώ στην Ελλάδα;

image



Άρθρο της γερμανικής εφημερίδας “Die Welt” της 18/9/2011 - Αναδημοσιεύτηκε στο αμερικανικό περιοδικό “ΤΙΜΕ” στις 20/9/2011)

(Μετάφραση του άρθρου από το κείμενο του περιοδικού ΤΙΜΕ)

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων εξελίξεων σχετικά με την ενδεχόμενη χρεοκοπία του Ελληνικού κράτους, επανέρχεται στην επιφάνεια, με διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα, ένα παλαιό και ξεχασμένο ζήτημα: Οι εκτεταμένες καταστροφές που προκλήθηκαν στην Ελλάδα από τους Ναζί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι οφειλές της Γερμανίας προς την Ελλάδα λόγω των πολεμικών αποζημιώσεων.

Οι ελληνικές απαιτήσεις για τις αποζημιώσεις, βασίζονται σε συγκεκριμένα γεγονότα και στοιχεία. Όμως, κάποιος θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι, με βάση το διεθνές δίκαιο, οι απαιτήσεις αυτές έχουν ικανοποιηθεί.

Ας δούμε όμως πώς ακριβώς έχουν τα γεγονότα: Χωρίς να προκληθεί, στις 6 Απριλίου του 1941, ο Γερμανικός στρατός επιτέθηκε στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία. Μετά την κατάληψη των δύο χωρών επιβλήθηκε ένα στυγνό καθεστώς κατοχής. Όπως συνήθως συνέβαινε στις ευρωπαϊκές χώρες τις οποίες κατακτούσαν οι Γερμανοί, το υψηλό κόστος της κατοχής βάρυνε την κατεχόμενη χώρα. Μάλιστα, στην περίπτωση της Ελλάδας, η ελληνική οικονομία λεηλατήθηκε από αναγκαστικές εξαγωγές, είτε προς τη Γερμανία, είτε προς άλλες περιοχές, όπου πολεμούσαν τα γερμανικά στρατεύματα. 
Αυτό προκάλεσε έναν καλπάζοντα πληθωρισμό και οδήγησε σε ένα ριζικά χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο για το σύνολο σχεδόν του ελληνικού πληθυσμού. Επιπλέον, το Τρίτο Ράιχ ανάγκασε την Ελλάδα να χορηγήσει προς τη χιτλερική Γερμανία ένα άτοκο δάνειο ύψους 476 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (reichsmarks).

Μετά την παράδοση της Γερμανίας, οι Συμμαχικές δυνάμεις οργάνωσαν, το φθινόπωρο του 1945, τη Διάσκεψη του Παρισιού για το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων. Στη διάσκεψη αυτή, η Ελλάδα πρόβαλε απαιτήσεις ύψους 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων, οι οποίες ήταν το μισό, από τα 20 δισεκατομμύρια που οι Σοβιετικοί πρότειναν ότι θα έπρεπε να πληρώσει η Γερμανία προς την Ελλάδα.

Κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει τις καταστροφές που έκαναν οι Ναζί στην Ελλάδα. Πέραν αυτού, κανείς δε μπορεί να μετρήσει το μέγεθος του ανθρώπινου πόνου που προκλήθηκε. 
Ανεξάρτητοι ιστορικοί συμφωνούν ομόφωνα ότι οι συνολικές οικονομικά μετρήσιμες ζημιές που υπέστησαν οι Έλληνες, ως αποτέλεσμα της γερμανικής κατοχής, τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και αναλογικά με τον πληθυσμό, κατατάσσουν την Ελλάδα στην τέταρτη θέση στον κατάλογο των χωρών με τις μεγαλύτερες ζημιές από τους Γερμανούς, μετά την Πολωνία, τη Σοβιετική Ένωση και τη Γιουγκοσλαβία.


Κατά τη Διάσκεψη του Παρισιού για τις αποζημιώσεις, τελικά για την Ελλάδα αναγνωρίστηκε μόλις το 4,5% των απαιτήσεών της για υλικές αποζημιώσεις και 2,7% για αποζημιώσεις άλλων μορφών. Πρακτικά, αυτό σήμαινε ότι η Ελλάδα θα λάμβανε υλικά αγαθά (όπως μηχανολογικός εξοπλισμός) αξίας 25 εκατομμυρίων δολαρίων, τα οποία ισοδυναμούν σε περίπου 2,7 δισεκατομμύρια σημερινά δολάρια.

Βεβαίως, οι διατάξεις της Διάσκεψης του Παρισιού, βασίστηκαν στις αμερικανικές απόψεις που υποστήριζαν ότι δε θα έπρεπε να υποβληθούν εξοντωτικές οικονομικές υποχρεώσεις στη Γερμανία, ώστε να μην επαναληφθεί αυτό που συνέβη μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι βαριές οικονομικές επανορθώσεις, αποδυνάμωσαν τη χώρα και προκάλεσαν την κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Διάσκεψη του Λονδίνου για το χρέος της Γερμανίας αποφάσισε την αναστολή της πληρωμής των αποζημιώσεων, μέχρι την υπογραφή της συμφωνίας ειρήνης. Τελικά, η συμφωνία ειρήνης υπογράφηκε το 1990 και σύμφωνα με αυτή, η Γερμανία δεν υποχρεούνταν να καταβάλει περαιτέρω αποζημιώσεις σε άλλες χώρες και μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα.

Μη έχοντας πολλές επιλογές, η Ελλάδα αποδέχθηκε τη συμφωνία. Άλλωστε, μετά από δεκαετίες εταιρικής σχέσης με τη Γερμανία (σαν μέλος του ΝΑΤΟ από το 1952 και συνδεδεμένη με τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς από το 1961) θα ήταν πολιτικά δύσκολο να απαιτήσει τις τεράστιες οικονομικές επανορθώσεις, παρά το γεγονός ότι το ζήτημα των διεκδικήσεων αναφερόταν κατά περιόδους από Έλληνες πολιτικούς, κυρίως όμως με στόχο την αποκόμιση εσωτερικών πολιτικών ωφελειών.

Βέβαια, διάφορες πληρωμές έγιναν προς την Ελλάδα κατά τη διάρκεια των ετών, από διάφορες πηγές και με διάφορες ονομασίες. Από το 1949, οι πληρωμές αυτές μπορεί να φθάνουν έως και τα 41 δισεκατομμύρια δολάρια, αν και λόγω των διαφόρων συμφωνιών και των διαφόρων μορφών που αυτές έγιναν, είναι πρακτικά αδύνατο να αποδειχθεί αυτό με βεβαιότητα.

Ανεξάρτητα από άλλες απαιτήσεις κατά αυτής, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, κατέβαλε αποζημιώσεις προς μεμονωμένα θύματα των ναζιστικών θηριωδιών. Στις 18 Μαρτίου 1960 επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της Δυτικής Γερμανίας για την πληρωμή 115 εκατομμυρίων μάρκων στα θύματα της ναζιστικής κατοχής. Η συμφωνία έγινε με τον όρο ότι, στο μέλλον, δε θα εγερθεί καμία άλλη απαίτηση για μεμονωμένες ζημιές. 

Παρ’ όλα αυτά, συνέχισαν να εγείρονται απαιτήσεις από απογόνους των θυμάτων. Η περισσότερο διαδεδομένη περίπτωση είναι η υπόθεση των απογόνων των θυμάτων του χωριού Δίστομο, τα οποία φονεύθηκαν από τους Γερμανούς στις 10 Ιουνίου του 1944, σε μία ενέργεια που οι Γερμανοί αποκάλεσαν ως “πράξη αντιποίνων”. Οι απόγονοι των θυμάτων κέρδισαν, το 1997 μία δικαστική απόφαση, σύμφωνα με την οποία δικαιούνταν αποζημίωση 37,5 εκατομμυρίων ευρώ από τη Γερμανία. Μετά από πολυετείς δικαστικές αντιπαραθέσεις, η υπόθεση εκκρεμεί σήμερα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. 

Ένα ακόμη νομικό ζήτημα που έχει ανακύψει αφορά στα 476 εκατομμύρια μάρκα του Ράιχ, που η Ελλάδα δάνεισε, παρά τη θέλησή της, προς τη Γερμανία. Εάν αυτό θεωρηθεί ως μια μορφή των “ζημιών που προήλθαν από τον πόλεμο”, τότε θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στην οφειλόμενη αποζημίωση - πλην όμως, σύμφωνα με τη συνθήκη του 1990, η Γερμανία δεν υποχρεούται να τις πληρώσει. Όμως, εάν τα χρήματα αυτά δόθηκαν στη βάση μίας συνήθους σύμβασης δανειοδότησης, τότε η Ελλάδα έχει δικαίωμα να πάρει πίσω τα χρήματά της.
Χωρίς τόκους, το ποσό αυτό αντιστοιχεί σήμερα σε 10 δισεκατομμύρια δολάρια. Εάν όμως υπολογίσουμε ένα επιτόκιο της τάξης του 3%, τότε στο διάστημα των 66 ετών που έχουν παρέλθει, το ποσό αυτό φθάνει τουλάχιστον σε 95 δισεκατομμύρια δολάρια. Το πρόβλημα είναι ξεκάθαρο: ακόμη και μία μερική αναγνώριση του χρέους από την πλευρά της Γερμανίας, θα δημιουργούσε ένα προηγούμενο το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει την έγερση πολλών ακόμη διεκδικήσεων.

Πηγή forologoumenos.gr

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...