Ένα ψωράλογο με φαγωμένο δέρμα, -χωράφια αθέριστα οι τρίχες που τού απόμειναν,- και βαριοφορτωμένο σακιά γιομάτα πέτρες και ξύλα αγκομαχά στην ανηφόρα. Οι αφέντες του, σαδιστές και μοχθηροί, το χτυπάνε αλύπητα με το μαστίγιο, προστάζοντάς το να τρέξει ακόμα πιο γρήγορα για την κορφή, το τρυπάνε με σουβλερή βουκέντρα, το βρίζουν, το κλωτσούν, κι όταν δε το βαστούν άλλο τα γόνατα και πέφτει, το περιγελούν. Το περιλούζουν με κουβάδες σάπιο νερό, του χώνουνε στο στόμα κοπριές και το αναγκάζουν να γλύφει το κάτουρο, που απ’ την αδυναμιά είναι αδύνατον πια να συγκρατήσει.
Η κορυφή ακόμα ψηλά, ίσα που αχνοφαίνεται, τυλιγμένη σ’ ένα μαύρο σεντόνι από σύννεφα, και ο δρόμος όλο και πιο στενός και τα βράχια όλο και πιο μυτερά. Το άλογο, υπό την απειλή του μαστιγίου καταφέρνει να σηκωθεί, κάνει κάποια βήματα, και τρικλίζοντας ξαναπέφτει. Για να ξαναπέσει και να ξανασηκωθεί, κι ας έχουν πια τα γόνατα φαγωθεί, κι ας έχει μείνει μόνο ένα πετσί να τα κρατάει στη θέση τους, κι ας έχουν ανοίξει δεκάδες μικρές βρυσούλες στη ράχη που τού στραγγίζουν το αίμα και τη δύναμη.
Το σπρώχνουν με το στανιό στην κορυφή, για να βρει, όπως τού λένε, τα άλλα άλογα που έφτασαν εκεί πριν από κείνο, για να φτιάσει κοπάδι, και να μην κάνει του κεφαλιού του, να μην τρέχει όπως έτρεχε ρέμπελο στα πράσινα λιβάδια της πεδιάδας, απ’ όπου και το ξεσήκωσαν, να μην τρώει όποτε και όσο θέλει, να μην κάνει αγώι όποτε και μ’ όποιον θέλει, αλλά τα άλλα άλογα μπροστά δεν έχουν τόσο φορτίο, όσο ανεβαίνουν τόσο και λιγοστεύει, κι έτσι μπορούν να τρέχουν ανάλαφρα και αγόγγυστα.
Το άλογο, όμως έχει φορτίο διπλό και τρίδιπλο, που όσο ανεβαίνει το μονοπάτι, τόσο αυτό μεγαλώνει. Οι αφεντάδες κάθε τόσο του προσθέτουν και καινούργια σακιά, απ’ αυτά που πετάνε τα άλογα που προπορεύονται και ξελαφρώνουν. Σακιά με ξύλα και πέτρες, άχρηστα υλικά, απλά για να τα πάει στην κορυφή, χωρίς νόημα και σκοπό, να τα’ αποθέσει εκεί πάνω, έρμαια στις ορέξεις των ανέμων που λυμαίνονται τους χειμώνες τις κορφές. Κι όσο το φόρτωμα μεγαλώνει, τόσο το βήμα κονταίνει, και ούτε λόγος πια να προφτάσει τα άλλα άλογα μπροστά που ξεμακραίνουν.
Κι όμως οι αφεντάδες επιμένουν, που αν μπορούσες να τους ρωτήσεις το γιατί, ο καθένας απ’ αυτούς θα σήκωνε τους ώμους αδιάφορα και θα σού έλεγε με τη σιγουριά που μόνο τους αδαείς κι ανόητους χαρακτηρίζει, ότι έτσι θα γίνει γιατί αυτό πρέπει να γίνει. Είναι σαφές λοιπόν ότι δεν ξέρουν, αλλά προσποιούνται ότι γνωρίζουν το γιατί, με τρόπο που μόνο οι αφεντάδες διδάχτηκαν να κάνουν για να παραμένουν αφεντάδες. Αν πετούσαν κάποια σακιά απ’ το φορτίο, αν άφηναν στο άλογο λίγο χρόνο να ξαποστάσει, αν του έβαζαν λάδι στις πληγές, αν του έδιναν λίγο σανό να φάει και λίγο νερό να πιεί, ίσως και να κατάφερνε να βγάλει το δρόμο, ακόμα κι αν ήταν άσκοπος και η κορφή μια χίμαιρα, κορφή μόνο για την κορφή και τίποτε παραπάνω. Κι ίσως να πρόφταινε και το υπόλοιπο κοπάδι, αν φυσικά καταδεχόταν ή ακόμα αν το ανάγκαζαν να μοιραστεί κάποια απ’ τα σακιά.
Αλλά δεν το κάνουν, ίσως πιστεύουν υπερβολικά στην πίστη τους, που αν δεν την πίστευαν με τόση επιμονή θα φαίνονταν στα μάτια των αλόγων διστακτικοί και άβουλοι, πράγμα αδιανόητο γι αυτούς που θέλουν να ποιμεναρχούν κοπάδια, ίσως πιστεύουν ότι το άλογο κάνει μπαγαμποντιές και προσποιείται, κι ότι το αίμα δεν είναι αληθινό, μα νερό που το πασπάλισε με κόκκινη μπογιά, ίσως και να μην τους νοιάζει αν πέσει κάτω τελικά και δεν ξανασκωθεί, αρκεί που το ‘χουν τώρα μπροστά να το περιπαίζουν και να το τυραννούν, διασκέδαση είναι κι αυτή, η χαρά του αφέντη, η απογείωση του σαδιστή, και φυσικά πρόοδος της τεχνικής και εξέλιξη της ποιότητας των συναισθημάτων, άλλο να πνίγεις στα μικράτα σου γατάκια, άλλο να στρίβεις το λαιμό των κουνελιών, κι άλλο να κεντρίζεις μέχρι θανάτου, αργά και βασανιστικά ένα περήφανο άτι. Κι είναι αυτή η μυρωδιά, του αίματος και των εκκρίσεων που τρυπάει το μυαλό και τρελαίνει τις αισθήσεις. Αλλά, ακόμα κι αν τη σκορπίζει ο άνεμος, αυτή παραμένει επίμονη στην κόκκινη γραμμή που αφήνουν πίσω τους οι δεκάδες μικρές βρυσούλες που τρέχουν ασταμάτητα από την πληγιασμένη ράχη.
Το άλογο όμως, παρ’ όλο που είναι άλογο, ξέρει. Ξέρει ότι δεν θα προφτάσει κανένα κοπάδι, γιατί αυτοί είναι οι νόμοι της φύσης, όταν ο άλλος τρέχει στην ίδια κατεύθυνση με σένα και με μεγαλύτερη ταχύτητα δεν πρόκειται ποτέ να τον προλάβεις, παρά μονάχα αν σταθείς τυχερός και παρακάμψεις το χρόνο, μέσα από κάποιο φαρδύ τούνελ, δηλαδή, καμωμένο ειδικά για μεγαλόσωμα άλογα. Ακόμα ξέρει ότι η κορυφή δεν έχει χρυσό, άγονη είναι και ξερή, σπαρμένη με αγκωνάρια και πετρωμένο χώμα, κι αυτή η μόνιμη μαυρίλα που την τυλίγει, σάβανο μοιάζει πιο πολύ παρά σύννεφο που κάθισε παροδικά να ξαποστάσει.
Σταθμίζει τις δυνάμεις του, και βρίσκει ακόμα αντοχές, ίσως γιατί νοιώθει ότι μπορεί να έχει και ένα δικό του σκοπό. Δεξιά κι αριστερά του μονοπατιού χάσκουν γκρεμίλες και βαθιά φαράγγια. Και τα βράχια είναι γλιστερά. Όσο και να τρεκλίζουν τα πόδια, άλογο είναι, τι στο καλό. Τέσσερα πόδια, τέσσερεις κλωτσιές, που άμα συγκεντρωθεί μπορεί και να τις καταφέρει δυνατές. Και η ουρά μπορεί ακόμα ν’ ανεμίζει, να ραπίζει και να τυφλώνει. Και το κεφάλι να δίνει γερές κουτουλιές, τις πιο γερές μάλιστα, στη κατεύθυνση του γκρεμού. Βοηθάει και ο αέρας που σπρώχνει τα φύλλα και τη σκόνη προς τα κει. Μετά θα μπορέσει να ξεφορτωθεί και τα σακιά με την ησυχία του. Και μετά θα δει.
Την τελευταία ώρα το σκέφτεται όλο και πιο πολύ. Και όσο πιο πολύ το σκέφτεται τόσο και πιο πολύ δυναμώνει. Ίσως στο πρώτο γύρισμα του μονοπατιού…
Πηγή kostasxan.blogspot