Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Η Ινδία, ο μεγαλύτερος εισαγωγέας όπλων, ΗΠΑ και Ρωσία, οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς


Η Ινδία ήταν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας όπλων παγκοσμίως, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Ρωσία αναλογούσαν σχεδόν οι μισές πωλήσεις όπλων από το 2007 ως το 2011, σύμφωνα με μελέτη ενός ινστιτούτου έρευνας η οποία δημοσιεύεται σήμερα Δευτέρα.

    Η ποσότητα των παγκόσμιων πωλήσεων όπλων αυξήθηκε κατά 24% την πενταετή αυτή περίοδο σε σύγκριση με εκείνη από το 2002 ως το 2006, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Μελετών για την Ειρήνη, το οποίο εδρεύει στη Στοκχόλμη της Σουηδίας (Stockholm International Peace Research Institute, SIPRI).

    Η Ινδία εισήγαγε το 10% των όπλων που πωλήθηκαν παγκοσμίως. Οι κύριοι προμηθευτές της, πέραν της Ρωσίας από την οποία προήλθε το 80% των όπλων που αγόρασε, ήταν η Βρετανία και το Ισραήλ.

    «Οι αγορές της Ινδίας έχουν κίνητρο ένα φάσμα διαφορετικών παραγόντων», δήλωσε ο Μαρκ Μπρόμλεϊ, ερευνητής στο πρόγραμμα πωλήσεων όπλων, στο Γερμανικό Πρακτορείο. Ανάμεσα σε αυτούς είναι η αντιπαλότητα με το Πακιστάν και με την Κίνα, «ανησυχίες [για την ασφάλεια] στο εσωτερικό, όπως οι εσωτερικές συγκρούσεις και η τρομοκρατία», καθώς και η προσπάθεια που κάνει το Νέο Δελχί να «επεκτείνει» τις επιχειρησιακές δυνατότητες του ινδικού πολεμικού ναυτικού , πρόσθεσε ο Μπρόμλεϊ.

    Οι υπόλοιποι τέσσερις μεγαλύτεροι εισαγωγείς όπλων την ίδια περίοδο εντοπίζονται επίσης στην Ασία: ήταν η Νότια Κορέα (6%), το Πακιστάν και η Κίνα (5%) και η Σιγκαπούρη (4%).

    Οι ΗΠΑ πραγματοποίησαν το 30% των πωλήσεων όπλων παγκοσμίως την περίοδο 2007-2011, διαθέτοντας οπλικά συστήματα σε πάνω από 80 χώρες. Η Νότια Κορέα, η Αυστραλία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) ήταν οι τρεις μεγαλύτεροι αγοραστές αμερικάνικων όπλων, σύμφωνα με την ενημερωμένη Βάση Δεδομένων για τις Πωλήσεις Όπλων του SIPRI.

    Τα αεροσκάφη έφθασαν το 63% του όγκου των εξαγωγών όπλων των ΗΠΑ την περίοδο αυτή. Το 2011, η Σαουδική Αραβία συνήψε με την Ουάσινγκτον μια συμφωνία για την αγορά 154 μαχητικών F-15SA, το μεγαλύτερο συμβόλαιο των τελευταίων δύο δεκαετιών, σύμφωνα με το SIPRI.

    Το ποσοστό της Ρωσίας στις παγκόσμιες πωλήσεις όπλων ανήλθε στο 24% και ήταν η κύρια προμηθεύτρια της Κίνας, που επίσης αύξησε τις εξαγωγές της. «Ένα από τα πράγματα που βλέπουμε πιο ξεκάθαρα είναι η ανάδυση της Κίνας ως εξαγωγέα» όπλων, σημείωσε ο Μπρόμλεϊ, προσθέτοντας ότι αυτό κυρίως οφείλεται στο Πακιστάν, που αγοράζει κινεζικά οπλικά συστήματα για το ναυτικό και μαχητικά αεροσκάφη.

    Η Κίνα είχε καταγράψει επιτυχίες ως εξαγωγέας και την δεκαετία του 1980, όμως διαθέτοντας πολύ λιγότερο προηγμένο εξοπλισμό. Μένει να φανεί εάν η Κίνα θα είναι σε θέση να βρει άλλους πελάτες για να «καλύψει το κενό» όταν ο τρέχων κύκλος αγορών του Πακιστάν ολοκληρωθεί, επισήμανε.

    Στις δυνητικές εξαγωγικές αγορές για την Κίνα συμπεριλαμβάνονται η Αφρική και Μέση Ανατολή. Όμως, καθώς η Ρωσία και οι ΗΠΑ είναι ήδη παρούσες εκεί, ο ανταγωνισμός πιθανότατα θα είναι «έντονος», επισήμανε ο Μπρόμλεϊ.

    Η Γερμανία βρέθηκε στην τρίτη θέση στις εξαγωγές όπλων παγκοσμίως, με το 9% του συνόλου. Οι κύριοι πελάτες της ήταν η Ελλάδα, η Νότια Κορέα και η Νότια Αφρική. Στα είδη που εξήχθησαν περιλαμβάνονται υποβρύχια και φρεγάτες. Κρίνοντας από τις γνωστές παραγγελίες, η Γερμανία μοιάζει πιθανό να παραμείνει «μεγάλη εξαγωγέας για πολλά χρόνια», ανέφερε ο Μπρόμλεϊ, επικαλούμενος τη ζήτηση για εξοπλισμό που προσφέρει η χώρα, όπως θωρακισμένα οχήματα, άρματα μάχης και συστήματα για το ναυτικό.

    Η Γαλλία βρέθηκε στην τέταρτη θέση στις εξαγωγές, με ποσοστό 8% σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Βρετανία ανήλθε στην πέμπτη θέση, με ποσοστό 4% και πωλήσεις του μαχητικού Eurofighter Typhoon στη Σαουδική Αραβία, μεταξύ άλλων.

    Στην Αφρική, η Αλγερία, το Μαρόκο και η Νότια Αφρική έκαναν τα τρία τέταρτα όλων των εισαγωγών όπλων την υπό εξέταση περίοδο. Στη βόρεια Αφρική, οι πωλήσεις συμβατικών όπλων αυξήθηκαν 273% από την μια πενταετία στην άλλη, κυρίως λόγω των μαροκινών εισαγωγών, που αυξήθηκαν 443%.

    Η Συρία αύξησε κατά 580% τις εισαγωγές όπλων σε όγκο από την 5ετία 2002-2006 στην περίοδο 2007-2001, σύμφωνα με το Ινστιτούτο.

    Χιλή και Βενεζουέλα είχαν μαζί το 61% των εισαγωγών όπλων στη Λατινική Αμερική, ωστόσο η Βραζιλία προβλέπεται να γίνει πολύ πιο σημαντική τα επόμενα χρόνια. Η Βενεζουέλα ανέβηκε από την 46η στην 15η θέση στις εισαγωγές όπλων, με αύξηση 555%, σύμφωνα με το SIPRI.

    Η βάση δεδομένων του SIPRI, η οποία δεν περιλαμβάνει ελαφρά όπλα, βασίζεται σε ανοικτές πηγές, από εθνικές και τοπικές εφημερίδες ως εξειδικευμένα περιοδικά, καθώς και σε κυβερνητικές και εταιρικές ανακοινώσεις. Ο πενταετής κύκλος χρησιμοποιείται ώστε να αποφεύγονται οι διακυμάνσεις που μπορεί να προκληθούν από ένα μεγάλο συμβόλαιο μια ορισμένη χρονιά. Η βάση καταγράφει ποσότητες πωλήσεων ή αγορών και όχι την αξία των συστημάτων.

    Το ανεξάρτητο Ινστιτούτο ιδρύθηκε το 1966 από το κοινοβούλιο της Σουηδίας. Παρακολουθεί τις εξοπλιστικές δαπάνες και τις ένοπλες συρράξεις και δημοσιεύει κάθε χρόνο σχετικά στοιχεία. Ειδικεύεται επίσης σε ζητήματα ελέγχου όπλων και αφοπλισμού.


e-typos.com
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...