Ητο Ιούλιος. Οι ομοιότητες όμως με το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου σταματούν εδώ, διότι δεν ήμουν «εις την οδόν των Φιλελλήνων», αλλά στη Βασιλίσσης Σοφίας, κατευθυνόμενος προς τη Βουλή. Κόντευε μεσημέρι και η Αθήνα ακόμη δεν είχε αδειάσει. Από την αντίθετη κατεύθυνση, στο ίδιο πεζοδρόμιο, ερχόταν ένας ευσταλής μυστακοφόρος πρεσβύτης. Ασπρομάλλης, γύρω στα εβδομήντα, με κοντομάνικο πουκάμισο ξεκούμπωτο σχεδόν μέχρι το στομάχι. Εδειχνε ήρεμος και αμέριμνος, ήταν ξυρισμένος και βημάτιζε με μια άνεση η οποία δεν είχε τίποτε που να σε προϊδεάζει για το τι επρόκειτο να συμβεί. Μας χώριζαν κάπου δέκα μέτρα, όταν ο κύριος αυτός γύρισε προς τον τοίχο της γαλλικής πρεσβείας, ξεκούμπωσε το παντελόνι του και από μέσα έβγαλε... Θεωρητικά, θα μπορούσε να έχει βγάλει πάρα πολλά: υπάρχουν ένα σωρό αθώα πράγματα τα οποία μπορούν να χωρέσουν μέσα στο βρακί ενός άνδρα. Εκείνος όμως έβγαλε αυτό που φαντασθήκατε και, σαν να μην υπήρχε κανείς γύρω του, άρχισε να κάνει την ανάγκη του επάνω στον τοίχο της πρεσβείας. Οσοι έτυχε να είμαστε εκεί, σοκαρισμένοι από το θράσος του, επιταχύναμε το βήμα για να απομακρυνθούμε όσο γινόταν περισσότερο. Οταν είχα διασχίσει πια τη διάβαση, από τη γωνία του υπουργείου Εξωτερικών είδα τον φρουρό της πρεσβείας -είχε αντιληφθεί το περιστατικό μέσω των καμερών που ελέγχουν τον περίβολο- να λογομαχεί με τον τύπο και να τον διώχνει. «Τι άλλο θα δούμε;» άκουσα μια κυρία δίπλα μου να λέει, γελώντας. «Πολλά ακόμη. Μόλις αρχίσαμε» σκέφθηκα να της πω, αλλά ο έμφυτος συντηρητισμός, που με εμποδίζει να ανοίγω κουβέντα με αγνώστους, είχε αγριέψει από το αποτρόπαιο θέαμα που είχα μόλις παρακολουθήσει και δεν είπα τίποτε.
Ηταν προφανές ότι, μολονότι η 14η Ιουλίου πλησίαζε, το κίνητρο του πρωταγωνιστή του περιστατικού δεν ήταν πολιτικό: ο άνθρωπος δεν έμοιαζε καθόλου με οπαδό των Βουρβόνων. Εκανε, απλώς, χρήση της ελευθερίας του, όπως την καταλαβαίνει, αλλά και όπως τη διδάσκει η πραγματικότητα που ανεχόμαστε. Το περιστατικό ήταν, βέβαια, τυχαίο· ήταν όμως και χαρακτηριστικό. Η μοναχική τρέλα του ενός για να εκδηλωθεί ελεύθερα χρειάζεται και την υποστήριξη του κοινωνικού περιβάλλοντος. Οταν μηχανάκια κινούνται ελεύθερα στα πεζοδρόμια, μπροστά στα μάτια αδιάφορων αστυνομικών, όταν αλήτες καταστρέφουν συστηματικά τη δημόσια περιουσία, καλυπτόμενοι πίσω από το ισχνό πρόσχημα κάποιας αντιεξουσιαστικής μανιέρας, όταν η επιθετική επαιτεία των ναρκομανών ασκείται ανεμπόδιστα στα σημεία της πόλης που υποτίθεται ότι είναι η βιτρίνα της, γιατί να μην κάνει και αυτός χρήση του φυσικού δικαιώματός του να τα αμολήσει όπου του αρέσει; Αν όλος αυτός «ο συρφετός ο δημοκρατικός», που λέει ο Σαββόπουλος, είναι η κατάκτηση μιας κοινωνίας με προοδευτικές αρχές, γιατί να μη νοείται ως πρόοδος του ανθρώπου η επιστροφή στη ζωώδη κατάσταση; Δεν παρακολούθησα τη σύντομη λογομαχία του πρωταγωνιστή της ωραίας σκηνής με τον φρουρό της πρεσβείας, αλλά δεν θα με εξέπληττε καθόλου αν δικαιολογούσε την πράξη του καταφερόμενος εναντίον των Ευρωπαίων δανειστών της χώρας· ούτε αν θεμελίωνε το «δικαίωμά» του με τον ισχυρισμό ότι οι πολιτικοί κλέβουν.
Η ερημιά των καλοκαιρινών μηνών, κυρίως του Αυγούστου, έκανε αισθητή περισσότερο από κάθε άλλη φορά την κατάντια της «ωραιότερης πόλης του κόσμου». Η απουσία του πλήθους από τους δρόμους της ξεγύμνωνε την αθλιότητά της. Η αμήχανη παρουσία των ελάχιστων τουριστών, στο βλέμμα των οποίων έβλεπες την απογοήτευση και τη σαστιμάρα, τόνιζε ακόμη παραπάνω την παρακμή της. Μόνον η παρουσία των επαιτών και των πρεζονιών -της μόνης πληθυσμιακής ομάδας που εκπροσωπείτο επαρκώς στους δρόμους της- ταίριαζε με την εικόνα της πόλης: ει μη τι άλλο, η όψη τους ταίριαζε απόλυτα με τη μοναδική για ευρωπαϊκή πρωτεύουσα ρυπαρότητα των πεζοδρομίων της.
Η παρακμή της Αθήνας ξεκίνησε αμέσως μετά τον ψευδοθρίαμβό της: τους Ολυμπιακούς. Ξεκίνησε με τη συσσώρευση λαθρομεταναστών, που επέφερε τη σταδιακή γκετοποίηση τμημάτων της. «Επισημοποιήθηκε», δε, με τα Δεκεμβριανά του 2008. Τα γεγονότα εκείνων των ημερών ήταν η κρίσιμη καμπή, διότι μία δεξιά κυβέρνηση ήταν αυτή που με τη στάση της νομιμοποίησε το δικαίωμα του όχλου να «το κάψει» για να ξεδώσει. Ακόμη χειρότερα, με τη στάση της τότε, αναγνώρισε ηλιθίως το ιδεολογικό υπόβαθρο της «εξέγερσης»· δηλαδή, την ευκολία μιας ψευδώνυμης ευαισθησίας που πασάρεται ως ιδεολογία και ντύνεται με τα αφελή επιχειρήματα ενός ανθρωπισμού για χαζούς, που απορρίπτει την τιμωρία και διαχέει τις ευθύνες ώσπου δεν ανήκουν πια σε κανέναν - διότι όταν φταίμε όλοι, τότε δεν φταίει κανείς. Επειτα ήρθε η κρίση, φέρνοντας μαζί της οργή (δίκαιη και άδικη) και το κακό απόγινε.
Συγκρίνω την κατάστασή μας με την αντίδραση των Βρετανών στα γεγονότα του περυσινού καλοκαιριού στο Λονδίνο και απογοητεύομαι. Αφού είχε περάσει το σοκ των πρώτων 24 ωρών, η βρετανική αστυνομία συνέλαβε περίπου 3.000 άτομα. Μετά την πλήρη καταστολή των επεισοδίων, οι ίδιοι οι κάτοικοι των περιοχών που είχαν πληγεί, με δική τους οργάνωση, χωρίς να περιμένουν κάποιο «κράτος», βγήκαν στους δρόμους για να αποκαταστήσουν την όψη της γειτονιάς τους. Η δε Δικαιοσύνη, μέσα στους επόμενους δύο μήνες, είχε εκδικάσει το 90% των υποθέσεων. Επειδή για τα δεδομένα τους αυτή η επίδοση θεωρήθηκε αποτυχία, έναν χρόνο αργότερα, εν αναμονή των Ολυμπιακών, είχαν θεσπίσει ειδική νομοθεσία για τα λεγόμενα «ολυμπιακά αδικήματα» (χουλιγκανισμός, λεηλασία, καταστροφή περιουσιών κ.λπ.) και είχαν τα δικαστήρια έτοιμα να δικάζουν επί εικοσιτετραώρου βάσεως, με στόχο κάθε υπόθεση να εκδικάζεται εντός τριημέρου το πολύ.
Επανερχόμενος στα δικά μας, αναρωτιέμαι τώρα από πού μπορεί να ξεκινήσει κανείς για να αναστραφεί η παρακμή της πόλης ή μήπως είναι σοφότερο να την αφήσουμε να κάνει τον κύκλο της και να ξεθυμάνει. Για ένα, πάντως, είμαι βέβαιος: για τη ματαιότητα των εργασιών αποκατάστασης της αθηναϊκής τριλογίας, που γίνονται τούτες τις ημέρες. Προς τι ο κόπος και τα έξοδα; Αφού είναι βέβαιο ότι, μόλις θα έχουν φύγει οι σκαλωσιές, τα υποκείμενα που ανάγουν τα κόμπλεξ τους σε υψηλές ιδέες θα σπεύσουν να τα μαγαρίσουν με συνθήματα και γκράφιτι. Κανείς δεν θα υπάρχει να τους εμποδίσει...
Tου Στεφανου Κασιματη
kathimerini.gr