Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στη Μόσχα – η πρώτη εδώ και πέντε χρόνια- απασχολεί εδώ και καιρό τον ελληνικό και διεθνή Τύπο. Πολλοί είναι αυτοί που διαβλέπουν μια ελληνική στρατηγική με απώτερο στόχο τον «εκφοβισμό» της Ευρώπης- μία χειρονομία «ανυπακοής» από πλευράς του Αλέξη Τσίπρα, η οποία όμως δεν έχει πραγματικό περιεχόμενο, καθώς θεωρείται από πολλούς μάλλον απίθανο το ενδεχόμενο μιας αληθινής στροφής της χώρας μας προς τη Ρωσική Ομοσπονδία και «εγκατάλειψης» της Δύσης.
Η ανάληψη καθηκόντων από τη νέα ελληνική κυβέρνηση γενικότερα συνοδεύτηκε από μια πιο φιλορωσική ρητορική, με αφορμή την ευρωπαϊκή στάση απέναντι στην Ουκρανία, καθώς η Ελλάδα φαίνεται πλέον απρόθυμη να ακολουθεί τη γενικότερη δυτική στρατηγική των κυρώσεων. Υπενθυμίζεται ότι ο Αλέξης Τσίπρας, την προηγούμενη εβδομάδα, σε συνέντευξή του στο TASS είχε χαρακτηρίσει ουσιαστικά αδιέξοδη την ευρωπαϊκή πολιτική των κυρώσεων έναντι της Μόσχας, τοποθέτηση για την οποία η εκπρόσωπος της Κομισιόν, Μίνα Αντρέεβα, είχε απαντήσει λακωνικά ότι «στην Ε.Ε. υπάρχει ελευθερία έκφρασης, και ως εκ τούτου δεν σχολιάζουμε τις επισκέψεις Ελλήνων υπευθύνων στη Ρωσία» (προσθέτοντας ωστόσο ότι στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε., ο κ. Τσίπρας δεν είχε εναντιωθεί επίσημα στις κυρώσεις).
Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της Deutsche Welle, με τίτλο «Το ελληνικό φλερτ με τη Ρωσία», η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ προκαλεί ανησυχία στις Βρυξέλλες, καθώς το ενδεχόμενο ελληνικής αποστασιοποίησης από την επίσημη ευρωπαϊκή γραμμή στο θέμα της Ουκρανίας δημιουργεί προβληματισμούς όσον αφορά στην κοινή εξωτερική πολιτική. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο επικεφαλής της ομάδας των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών / Χριστιανοκοινωνιστών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Χέριμπερτ Ρόιελ σχολίασε ότι «το να είσαι μέλος της ΕΕ σημαίνει αξιοπιστία και εμπιστοσύνη, και όχι κόλπα. Όποιος παίζει με τη φωτιά και αναζητά βοήθεια στη Ρωσία, μπορεί να κάψει τα δάχτυλά του». Παράλληλα, υπενθυμίζεται δημοσίευμα του Guardian στο οποίο αναφερόταν ότι ο Αλέξης Τσίπρας κινδυνεύει να γίνει ο «χρήσιμος ηλίθιος» του Βλάντιμιρ Πούτιν, καθώς η Ρωσία δεν έχει να προσφέρει πολλά στην Ελλάδα, λόγω της κατάστασης της οικονομίας της, αλλά παράλληλα έχει πολλά να κερδίσει, καθώς προσεταιρισμός της Ελλάδας θα συνεπάγεται δημιουργία ρωγμών στην Ευρώπη και «διαμόρφωση δικτύων υπέρ του Κρεμλίνου εντός της Ε.Ε.», με την Ελλάδα να λειτουργεί πιθανώς ως ρωσικός «Δούρειος Ίππος» στις τάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αξιοποιώντας τη δύναμη του βέτο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το πιθανώς ο Βλάντιμιρ Πούτιν να ήταν ο μεγάλος κερδισμένος των ελληνικών εκλογών είχε επισημανθεί και λίγο μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ σε σχετικό δημοσίευμα του Foreign Policy.
Όπως αναφέρει η Deutsche Welle, οι ελπίδες της ελληνικής πλευράς έχουν να κάνουν σε μεγάλο βαθμό με την εμβάθυνση της συνεργασίας στον ενεργειακό τομέα (υπό τη μορφή εκπτώσεων στις τιμές του αερίου) και σε άρση ή περιορισμό των ρωσικών αντικυρώσεων σε βάρος ελληνικών αγροτικών προϊόντων.
Όπως επισημαίνεται στο δημοσίευμα της Deutsche Welle, η άρση των κυρώσεων αυτών είναι αποκλειστικά θέμα της Μόσχας, καθώς «το ζήτημα δεν αφορά μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική», σχολιάζουν ευρωπαίοι διπλωμάτες, που επισημαίνουν και με τη σειρά τους ότι η ελληνική πλευρά θα επιχειρήσει να αποσπάσει μειωμένες τιμές για ρωσικό φυσικό αέριο ή και διμερή δάνεια. «Εκτιμάται πάντως ότι η χρονική συγκυρία της επίσκεψης Τσίπρα στη Μόσχα είναι μάλλον ευνοϊκή και αντιμετωπίζεται θετικά από το Κρεμλίνο. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν φέρεται να ελπίζει ότι με την επόμενη ευκαιρία ο Αλέξης Τσίπρας θα εναντιωθεί σε τυχόν διεύρυνση ή παράσταση της ισχύος των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας» αναφέρεται στο δημοσίευμα.
Σε κάθε περίπτωση, η Μόσχα εμφανίζεται εξαιρετικά θετική ενώπιον της συγκεκριμένης «ευκαιρίας», καθώς τα γεγονότα στην Ουκρανία και η προσάρτηση της Κριμαίας, ως γνωστόν, έχουν ψυχράνει δραματικά τις σχέσεις με τη Δύση. Οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί σε βάρος της έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη ρωσική οικονομία, η οποία περνά δύσκολες στιγμές εν μέσω ενός ενεργειακού περιβάλλοντος που χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη πτώση των τιμών του πετρελαίου. Το γεγονός αυτό δεν γίνεται να μην ληφθεί υπόψιν στο ευρύτερο πλαίσιο ενός σημαντικού ζητήματος το οποίο «καίει» την Ευρώπη – ειδικά εν μέσω των εντάσεων για την Ουκρανία- και δεν είναι άλλο από τις ανησυχίες σχετικά με το κατά πόσον οι χώρες της Ε.Ε. βασίζονται στο ρωσικό φυσικό αέριο.
Η εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο
Όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα του Economist, το ζήτημα της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο αποτέλεσε λόγο έντονου προβληματισμού για την υπόλοιπη Ευρώπη, εν μέσω των γεγονότων στην Ουκρανία. Αν και υπογραμμίζεται ότι η Ε.Ε. έχει μειώσει την εξάρτησή της από την τελευταία φορά που είχαν σημειωθεί εντάσεις στην Ουκρανία, το 2009, σε κάθε περίπτωση σημειώνεται ότι παραμένει σε υψηλά επίπεδα- τουλάχιστον υψηλότερα από ό,τι θα ήταν επιθυμητό, και οποιοδήποτε σχέδιο πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα θα είχε αναγκαστικά μακροπρόθεσμο χαρακτήρα, απαιτώντας πολλά έτη, ενώ παράλληλα θα έπρεπε να βασιστεί σε προμήθειες από τη Νορβηγία και τις ΗΠΑ. «Προς το παρόν, ωστόσο, η Ευρώπη δεν μπορεί να συνεχίσει χωρίς ρωσικό αέριο – αλλά και πάλι, το Κρεμλίνο δεν μπορεί να συνεχίσει χωρίς τους Ευρωπαίους πελάτες του» σημειώνεται σχετικά στο δημοσίευμα. Χαρακτηριστική για να γίνει αντιληπτή η αλληλοεξάρτηση είναι η εικόνα των ρωσικών αγωγών, όπως αυτή φαίνεται σε σχετικό γράφημα που εμπεριέχεται στο δημοσίευμα.
Όπως αναφέρεται σε ανάλυση του Pipelines International, η Ευρώπη εξαρτάται από τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου για να καλύψει τις ενεργειακές της ανάγκες, με τους αγωγούς αργού να φέρνουν πάνω από ένα εκατομμύριο βαρέλια ημερησίως, κυρίως από τον αγωγό Druzhba , τη στιγμή που άλλοι αγωγοί αργού είναι σχεδιασμένοι κυρίως για ροές εντός χωρών, κυρίως μεταφέροντας αργό πετρέλαιο σε διυλιστήρια. Οι αγωγοί παραγωγής (product pipelines) είναι σχεδιασμένοι κυρίως για ροές στο εσωτερικό μιας χώρας, μεταφέροντας πετρέλαιο από τα διυλιστήρια στους καταναλωτές. Ωστόσο, υπάρχουν και διακρατικοί αγωγοί οι οποίοι μεταφέρουν πετρελαϊκά προϊόντα από την Ολλανδία και το Βέλγιο στη Γερμανία, καθώς και αγωγοί παραγωγής που μεταφέρουν ρωσικό ντίζελ χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο στην Ευρώπη. Οι περισσότεροι αγωγοί στην Ευρώπη έχουν να κάνουν με κινήσεις αερίου στο εσωτερικό των χωρών, μεταφέροντας τόσο εισηγμένες όσο και τοπικές προμήθειες αερίου στους τελικούς καταναλωτές.
Το 2013, όπως αναφέρεται στην ανάλυση, η Ρωσία κάλυψε περίπου το 30% της ευρωπαϊκής ζήτησης αερίου, ενώ υπογραμμίζεται ότι «είναι αδύνατον να συζητηθούν τα σχέδια αγωγών της Ευρώπης», δεδομένης της ευρωπαϊκής επιθυμίας για μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο. Ωστόσο, σημειώνεται ότι τα παρόντα σχέδια είναι περιορισμένα, καθώς το μοναδικό σημαντικό έργο που έχει να κάνει με αργό πετρέλαιο είναι ο ΡΕΟΡ (Pan European Oil Pipeline) που θα κατασκευαστεί για τη μεταφορά προϊόντος από την Κασπία στη δυτική Ευρώπη, περνώντας από τη Ρουμανία, τη Σερβία, την Κροατία και τη Σλοβενία, φτάνοντας στην Ιταλία. Επίσης, υπάρχουν δύο σημαντικοί αγωγοί που είναι να κατασκευαστούν ως το 2020: Σιζράν- Νοβοροσίσκ και Αντβέρπης- Μαασβλάκτε.
«Τα προγράμματα αγωγών μεταξύ της Ρωσίας και της Ευρώπης ήταν πάντα λόγος διαφωνιών» σημειώνεται στην ανάλυση, ενώ υπογραμμίζεται ότι είναι δύσκολη και η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών σε ενεργειακά θέματα. Σε κάθε περίπτωση, σημειώνεται ότι εν μέσω αυτών των δεδομένων, η ΙΕΑ (International Energy Agency) προβλέπει ότι η Ε.Ε. θα παραμείνει εξαρτημένη από το ρωσικό αέριο κατά το προσεχές μέλλον, καθώς γενικότερα οι εισαγωγές αερίου αναμένεται να αυξηθούν μεταξύ του 2020 και του 2030.
huffingtonpost.gr