Όλες τις τρέλες των βασιλιάδων, ευγενικέ Οράτιε, εμείς οι Έλληνες τις πληρώνουμε τρείς χιλιάδες χρόνια τώρα. Από τον Τρώικο Πόλεμο ίσαμε εδώ, τρέλες ξεπληρώνουμε. Μικρών, και μεγάλων, αθεόφοβων και θεόπνευστων, σαρδανάπαλων και φρόνιμων, ταλαντούχων και ατάλαντων, προικισμένων και απροίκιστων. Και όλοι τους, αυτοί, βασιλιάδες περιωπής. Άλλοι με κορόνες στα κεφάλια τους και την «ελέω Θεού Βασιλεία» να ραίνει στο διάβα τους σεβασμό με το στανιό και άλλοι με γραβάτες στα στήθια τους και την «ελέω λαού Βασιλεία» να μαραίνει όποιον κακόβουλο αμφισβητήσει τον αιρετό τους βίο και τη δημοκρατική τους πολιτεία. Τρείς χιλιάδες χρόνια, τώρα, τρέλες ξεπληρώνουμε. Για την ωραία Ελένη σπάσαμε τα μούτρα μας στις ακτές της Μικρασίας και σήμερα, πιστοί σε ένα ακόμα ραντεβού στην πετρόεσσα Αυλίδα, περιμένουμε τον ούριο τον άνεμο για να εκστρατεύσουμε για την ωραία Ελλάδα. Αυτή που μας έταξαν, μας την έδωσαν για λίγο, και σήμερα την πήραν πίσω.
Τότε είχαμε το βασιλιά των Μυρμιδόνων, Αχιλλέα, και τον πολύτροπο γιό του Λαέρτη, Οδυσσέα, με χίλια καράβια, μυριάδες αντρειωμένους στρατιώτες και μια Ιφιγένεια στην άκρη έτοιμη να θυσιαστεί για το καλοτάξιδο της αγαπημένης της πατρίδας. Τόσα πολλά εχέγγυα επιτυχίας και, να φανταστείς, μας πήρε δέκα χρόνια μέχρι να αλώσουμε τα τείχη της βάρβαρης της Τροίας. Σήμερα έχουμε τον Αντώνη, εγγονό της Πηνελόπης και τον πορφυρογένητο Αλέξη, το καμάρι της φτωχομάνας Κοκκινιάς! Και αντάμα τους κάτι κουρελήδες, κάτι άνευρες γροθιές να ίπτανται στα ύψη και κάτι λόγια του αέρα παρατημένα σε κάποια άκρη για τη στιγμή της επαναδιαπραγμάτευσης με τους συγκαιρινούς μας Τρώες. Άσε, μη μου πεις. Αυτήν την τρέλα θα την πληρώνουμε για πάνω από δέκα χρόνια!
Επιστροφή στις απάτες και τις αυταπάτες της καθ´ ημάς Ανατολής.
H επαναδιαπραγμάτευση, φίλτατοι επαναδιαπραγματευτές της δεξιάς και της αδέξιας θύραθεν σοφίας, είναι πράγματι μια πολιτική διαδικασία, σύμφυτη με τις φιλελεύθερες αρχές του διαλόγου, της ανεκτικότητας και του συμβιβασμού. Και ως πολιτική διαδικασία επιτρέπει αισιοδοξία για υποχωρήσεις και συγκλίσεις. Όταν, για παράδειγμα, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 όλα τα εγχειρίδια Οικονομικών «δήλωναν» σε όλους τους τόνους πως η αποδοχή του αιτήματος σύνδεσης της μικρής και ασθενικής Ελλάδας στο άρμα της τότε ΕΟΚ αποτελούσε καθαρό παραλογισμό, με τους γραφειοκράτες και τους εμπειρογνώμονες να θέτουν σοβαρά προσκόμματα στη διαδικασία, η μετάθεση του ζητήματος στο πολιτικό επίπεδο και η απευθείας συνεννόηση του Καραμανλή με τον Αντενάουερ και τον Ντε Γκωλ ξεπερνούσε τα προβλήματα της αριθμητικής και έβαζε στο περιθώριο της διαβούλευσης τα σχεδιαγράμματα και τις εξισώσεις των Οικονομολόγων. Το ιστορικό αυτό παράδειγμα διδάσκει δύο πράγματα. Πρώτον, πως η επαναδιαπραγμάτευση στην πολιτική αποτελεί μια συνήθη διαδικασία, η οποία απεχθάνεται τις μονομερείς λύσεις και τις μονοδιάστατες προσεγγίσεις. Και δεύτερον, πως για να πετύχεις την πολιτική συνεννόηση σε επίπεδο κορυφής πρέπει να έχεις το πολιτικό μέγεθος ενός Καραμανλή και στη θέση των συνομιλητών σου να βρίσκεται ένας Αντενάουερ και ένας Ντε Γκωλ.
Συγγνώμη, κύριοι επαναδιαπραγματευτές μου, που θα σας στενοχωρήσω, αλλά εσείς Κωνσταντίνο Καραμανλή δεν έχετε στις τάξεις σας, συνοδοιπόρους σας, στο δύσκολο αυτό εγχείρημα, έχετε κάτι δευτεροκλασάτους καθηγητές Πανεπιστημίου και κάτι δευτεράτζες που ψώνισατε από τη δημοσιογραφική την πιάτσα. Αλλά και στη θέση των συνομιλητών σας δεσπόζει το τραπεζικό υβρίδιο του Μερκοζί! Στο θεό που πιστεύετε ! Με αυτά τα δεύτερα πάτε να αντιμετωπίσετε τη μεγαλύτερη κρίση της μεταπολεμικής μας ιστορίας και να επαναδιαπραγματευτείτε τη ξεφτίλα μας με τους ξένους; Με αυτό το πολιτικό προσωπικό που διαθέτετε στην παρούσα φάση πάτε να αλώσετε το συντεχνιακό κράτος και να εξορθολογίσετε τις ανισορροπίες του, όταν είναι γνωστό τοις πάσι πως η πλειοψηφία του προσωπικού αυτού αποτελείται από τους γνωστούς και μη εξαιρετέους κοτζαμπάσηδες του ελληνικού πελατειακού συστήματος; Με την ταμπέλα του κακώς νοούμενου εθνικισμού και το ξεχαρβαλωμένο μεταπολιτευτικό κράτος στην προμετωπίδα του λόγου σας ποιόν ακριβώς προσπαθείτε να πείσετε για το ευκατάστατο της πολιτικής σας σκέψης; Ερωτήματα ρητορικής διάθεσης αραδιασμένα χωρίς καμία απολύτως τάξη.
Έχετε αφήσει πίσω σας την πολιτική και τα μεγάλα διακυβεύματά της και ασχολείστε με τα μικρά και ασήμαντα της εκλογικής στρατηγικής. Η αναδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας, η αποκέντρωση της δημόσιας διοίκησης, ο εκσυγχρονισμός της υγείας και οι μεγάλες τομές στο χώρο της εκπαίδευσης, η ανθρωπιστική κρίση στο κέντρο της Αθήνας, η ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός και τόσα άλλα, μεγάλα και σημαντικά ζητήματα, αποτελούν ψιλά γράμματα για εσάς, τους εθνικούς μας επαναδιαπραγματευτές.
Θέλετε να μας φοβίσετε. Να μας φτάσετε στο σημείο να ξεστομίσουμε ό,τι περίπου ξεστόμισε και η μεταπολεμική γενιά αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά: «Ο,τιδήποτε, φτάνει να μην μας ξανακόψουνε τους μισθούς και τις συντάξεις». Τότε, βέβαια, στη θέση των μισθών και των συντάξεων ήταν ο τρισκατάρατος κομμουνισμός. Κάθε εποχή, βλέπεις, έχει και τους δικούς της μπαμπούλες ! Γινόμαστε μια κοινωνία φοβική, συντηρητική, έτοιμη να δεχτεί την πρωτοκαθεδρία των άκρων της λαϊκής Δεξιάς και της αλλοπρόσαλλης Αριστεράς προκειμένου να μην μας θίξουν άλλο οι τροικανοί το βιοτικό μας επίπεδο.
Μια κοινωνία που, ενώ ξέρει τις παθογένειες του πολιτικού και οικονομικού της συστήματος και είναι έτοιμη να δεχτεί τον εκσυγχρονισμό τους κλείνεται πάλι στο καβούκι της, μπροστά στις άναρθρες κραυγές της συντήρησης και της οπισθοδρόμησης. Μια κοινωνία που, ενώ καταλαβαίνει πως μόνο η εκ βάθρων αλλαγή του παραγωγικού της μοντέλου μπορεί να την οδηγήσει στα ξέφωτα της ανάπτυξης, επαναπαύεται στο κλείσιμο του ματιού της πολιτικής της τάξης, πίσω από την πλάτη της αυστηρής τρόικας, και ξανατρώει το κουτόχορτο του δικομματισμού. Μια κοινωνία, τέλος, που ενώ έχει συνειδητοποιήσει πως αυτό που πτώχευσε στη χώρα μας ήταν το μεγάλο και αναποτελεσματικό κράτος και το «κρατικοδίαιτο» ως κυρίαρχη συμπεριφορά σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου βίου, τρέχει να κρυφτεί πίσω από την Αριστερά μήπως και αυτή στο όνομα της κοινωνικής δικαιοσύνης και του κοινοτισμού την ξαναδιορίσει στο Δημόσιο! Και όλα αυτά, όπως έλεγε και ο Θεοτοκάς, για να ξαναβγούν στο φώς της ημέρας όλοι οι παλαιοκομματισμοί, οι κοτζαμπασισμοί, οι καθαρευουσιανισμοί, οι παλαιοημερολογητισμοί και να μας πούν με ύφος θριαμβευτικό: «Σας τα λέγαμε εμείς, μα δε μας ακούατε!» Και το δυστύχημα είναι πως όλοι αυτοί οι παλαιοκομματικοί εσμοί αρχίζουν να φτιάχνουν πλειοψηφικά ρεύματα και να ετοιμάζονται για την εκ νέου νομή της εξουσίας.
Και μια τελευταία υπενθύμιση, γιατί στις Δημοκρατίες υπενθυμίσεις κάνουν και οι απλοί πολίτες. Μιλάτε για κόκκινες γραμμές και ξεχνάτε πως η μοναδική κόκκινη γραμμή που θέτει η ίδια η κοινωνία, πλέον, είναι «κάτω τα χέρια σας από τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους ευσυνείδητους ελεύθερους επαγγελματίες αυτής της χώρας». Κάτω τα χέρια σας από το βιός τους, τα εφάπαξ τους, τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα και τις ασφαλιστικές τους εισφορές. Κάτω τα χέρια σας από τις συντάξεις και τους μισθούς τους, γιατί από αυτά συντηρούνται χιλιάδες συνομήλικοί μου. Όταν τελειώσετε με τις παρασιτικές ελίτ, όταν μαζέψετε τα ασυμμάζευτα μέσα στον κοινοβουλευτικό σας οίκο, και όταν κατάφερετε να εντοπίσετε τους κατά συρροήν φορο και εισφοροφυγάδες και να κατασχέσετε τον μαύρο μπεζαχτά τους, τότε μόνο θα σας επιτραπεί η διέλευση της γραμμής αυτής. Τότε μόνο θα κληθεί η τάξη αυτή να συνεισφέρει. Μέχρι τότε, «που πάς ρε Καραμήτρο», και λίγο είναι.
του Τάσου Φουντογλου
aixmi.gr