Κυριακή 15 Απριλίου 2012

Έθιμα Κυριακής του Πάσχα


Η Ανάσταση. Η τελετή της Ανάστασης γίνεται τα μεσάνυχτα του Σαββάτου.
Η εκκλησία δεν έχει πια την πένθιμη όψη των προηγουμένων ημερών. Κλώνοι δενδρολίβανου σκορπισμένοι στο έδαφος προσημαίνουν τη χαρμόσυνη γιορτή που ανατέλλει.
Κανείς δεν λείπει από την τελετή της Ανάστασης. Όλοι είναι λαμπροφορεμένοι. Μόνον οι χήρες και όσοι πενθούν απουσιάζουν. Όλοι κρατούν στα χέρια λαμπάδες.
Όταν αρχίζει η ακολουθία, ο φωτισμός της εκκλησίας είναι αμυδρός. και σε μιαν ορισμένη στιγμή σβήνονται και τα λίγα αναμμένα φώτα.
Ξαφνικά εμφανίζεται στην Ωραία Πύλη ο ιερέας προτείνοντας αναμμένη λαμπάδα και ψάλλοντας το Δεύτε λάβετε φως. Οι παρευρισκόμενοι ανάβουν τις λαμπάδες τους από τη λαμπάδα του ιερέα και μεταδίδουν το φως και στους άλλους, κι έτσι ολόκληρη η εκκλησία πλημμυρίζει με νέο ή άγιο φως.
Διάφορες συνήθειες που επικρατούν κατά τόπους φανερώνουν τη λαϊκή σκέψη στην περίσταση αυτή. Π.χ. στα Καλάβρυτα «τας λαμπάδας του ναού ανάπτουν κατ' οικογενείας ηνωμένας ψάλλοντες το Δεύτε λάβετε φως». Στο Ραψομάτι Αρκαδίας «πρώτη παίρνει φως μια νιόνυφη και φιλεί το χέρι του παπά και του δίνει το τσιμπιλχανέ» (χρήματα). Στην Αθήνα τα κορίτσια ανάβουν τη λαμπάδα τους από τη λαμπάδα κάποιου άντρα, για να παντρευτούν. Χαρακτηριστικά του απλοϊκού τρόπου σκέψης του λαού είναι όσα γίνονται όταν ο ιερέας, διαβάζοντας το Ευαγγέλιο, πει: «Και σεισμός εγένετο μέγας». Τότε στη Χίο «όλοι χτυπούν τα στασίδια και γίνεται ένα νταβαντούρι, έναν κακό!...» Επίσης, όταν ψάλλεται το Χριστός Ανέστη, η ατμόσφαιρα δονείται από τις καμπανοκρουσίες, τους πυροβολισμούς, τους κρότους των κροτίδων και των πυροτεχνημάτων. Ορισμένες φορές στόχος των κροτίδων είναι ο ίδιος ο παπάς! Σύμφωνα με μια είδηση από την Κορώνη «άλλοτε έβλεπε τη μαύρη του τη συφορά ο παπάς στην Ανάσταση».
Το πανδαιμόνιο αυτό συνεχίζεται και στους δρόμους, όπου πολλοί σπάζουν πήλινα αγγεία. Όπως λέγουν στη Ζάκυνθο, το κάνουν «για τη χάρη του Χριστού και την πομπή των Οβραίων». η πράξη αυτή ωστόσο αποσκοπεί σε κάτι σοβαρότερο, στην εκφόβιση των δαιμόνων που αντιμάχονται την Ανάσταση του Σωτήρα.
Άλλοι, και στην περίπτωση αυτή, δεν λησμονούν το πάθος τους εναντίον του Ιούδα και

όταν πη ο παπάς το Χριστός Ανέστη, τότε θα πάρη ο καθένας από κάτω ένα δαφνόφυλλο να το κάψη, γιατί η δάφνη είναι καταραμένο δέντρο, γιατί απ' τη δάφνη κρεμάστηκε ο Ιούδας (Σινώπη).

Άλλοι όμως ζητούν να εξασφαλίσουν ψυχική και σωματική ωφέλεια από την περίσταση. Έτσι στην Κέρκυρα την ημέρα του Πάσχα γεμίζουν στην αγορά έναν κάδο με νερό και τον στολίζουν με πρασινάδες και λουλούδια. Όποιος περάσει από κει πρέπει να ρίξει στον κάδο ένα νόμισμα. Και μόλις σημάνουν οι καμπάνες της Ανάστασης, όσοι βρεθούν τυχαία εκεί κοντά, παίρνουν νερό από τον κάδο και πλένουν το πρόσωπο και τα χέρια τους, για να καθαριστούν από κάθε βρωμιά και αμαρτία. Ταυτόχρονα οι γυναίκες δαγκώνουν, στο σπίτι τους, όποιο σιδερένιο αντικείμενο βρουν πρόχειρο (ένα κλειδί στη Ζάκυνθο), λέγοντας «Σιδερένιο το κεφάλι μου!».
Ενδιαφέροντα είναι, ………………………., όσα γίνονται στη Φθιώτιδα με σκοπό να προφυλαχτεί ολόκληρη η περιοχή από το χαλάζι. Εκεί,

τη νύχτα που γίνεται η Ανάσταση, ένας Επίτροπος της Εκκλησίας παίρνει μια σκλίδα (καλάμι βρίζας) αγιασμένη από τον αγιασμό των Φώτων, ανεβαίνει στο καμπαναριό ψηλά και την ανάβει. Ο τόπος γύρω που θα ιδή το φως αυτής της σκλίδας δεν έχει ανάγκην από χαλάζι. Δεν θα πέση σ’ αυτόν χαλάζι.

Το άγιο δηλαδή ή καινούργιο φως της Ανάστασης, που θα αναδώσει το αγιασμένο από τον αγιασμό των Φώτων καλάμι, έχει τη δύναμη να προστατεύσει ολόκληρη την περιοχή που θα φωτιστεί από αυτό. Την έννοια αυτή έχει πιθανότατα και η μεγάλη φωτιά που ανάβουν σε υψώματα των χωριών τη νύχτα της Ανάστασης. Έτσι, στη Βινία των Αγράφων,

την ώρα, που θα πη ο παπάς το Χριστός Ανέστη, τότε καίουν το φανό. Μαζεύουν τα παιδιά ξερά κλαδιά πάνω στο βράχο, που είναι αντίκρυ στο χωριό και λέγεται Σουφλί. Ακούοντας το πρώτο Χριστός Ανέστη τρέχουν με τη λαμπάδα στο χέρι (που την άναψαν, όταν ο παπάς είπε «Δεύτε λάβετε φως») και βάνουν φωτιά στο φανό.

Στα χωριά της Λήμνου,

στη Δευτερανάσταση θέλα πάνε κληματσίδες, τις στήναν ολόρθες και τις έβαναν φωτιά. Πήγαιναν ούλ’ οι άντρες από μια κληματσίδα.

Η τελετή της Ανάστασης γίνεται συνήθως στο ύπαιθρο, στην αυλή της εκκλησίας. Προς το τέλος της τελετής, σε πολλές περιοχές, η εικόνα της Ανάστασης περιφέρεται γύρω από το ναό και η είσοδος σ’ αυτόν γίνεται με πάρα πολύ γραφικό τρόπο: πίσω από τις κλειστές πύλες του ναού βρίσκεται ο νεωκόρος, παριστάνοντας το διάβολο. Ο ιερέας διατάζει από έξω: Άρατε πύλας! Ο νεωκόρος ρωτά: Ποιος είσαι; Και ο ιερέας απαντώντας Άρχων ισχυρός! κλωτσά με το πόδι την πύλη και ορμά μέσα στο ναό με τη λαμπάδα προτεταμένη. Έτσι γίνεται το διώξιμο του διαβόλου από το ναό.
Με την τελετή της Ανάστασης συνδέονται και ορισμένα λαϊκά έθιμα, όπως ο αγιασμός των κόκκινων αυγών. «Τ' ανεστημένα αυγά» ή «τ' αυγά του Καλού Λόγου» έχουν, όπως και «τα ευαγγελισμένα αυγά» της Μεγάλης Πέμπτης, εξαιρετικές ιδιότητες. Ο καθαγιασμός τους γίνεται με τον εξής τρόπο: Στη Σινώπη την ημέρα του Πάσχα το πρωί έβαζαν σ' ένα καλαθάκι τόσα αυγά, όσα άτομα είχε η οικογένεια, και τα πήγαιναν στην Ανάσταση, για ν' ακούσουν τον Καλό Λόγο, το Χριστός Ανέστη! Στη Δυτ. Μακεδονία τα τοποθετούν δίπλα στην Ωραία Πύλη, κάτω από την εικόνα του Χριστού, στη Σέριφο κάτω από το προσκυνητάρι «για ν' ακούσουν το Χριστός Ανέστη». Στο Γουρουνάκι Χασίων,

άμα τελείωση η λειτουργία και διάβαση όλα τ' αυγά ο παπάς, θα βγούνε οι κάτοικοι έξω και θα πάνε ένας-ένας να σπάσουν το αυγό τους από το ξύλινο σήμαντρο, που είναι κρεμασμένο έξω από την εκκλησία.

Σε μερικούς τόπους εκτός από τα αυγά καθαγιάζεται και ο αμνός του Πάσχα και μοιράζεται στους εκκλησιαζόμενους από τον ιερέα. Αυτοί φέρνουν τη μερίδα τους στο σπίτι και όλα τα μέλη της οικογένειας μεταλαμβάνουν από το αγιασμένο κρέας. Αυτό είναι «το καταβόλι» των Κερκυραίων.
Η Ανάσταση του Χριστού είναι και για το λαό σύνθημα αγάπης, που εκδηλώνεται με τον αμοιβαίο ασπασμό των εκκλησιαζομένων. Σε μερικούς μάλιστα τόπους το «φίλημα της αγάπης», είτε τη νύχτα της Ανάστασης είτε αργότερα στη Δεύτερη Ανάσταση (τη λεγόμενη Αγάπη), γίνεται με αρκετή ιεροπρέπεια στην Εκκλησία.

Έτσι, στα χωριά της Πυλίας,

παλαιότερα τη νύχτα στην Ανάσταση και στην Αποκερασά (β' Ανάσταση) ένας ένας βγαίνανε από την εκκλησά και ανασπαζότανε τους άλλους και στεκότανε στην αράδα, για να τον ανασπαστούνε κι αυτόν όσοι θα βγαίνανε στερνότερα. Έτσι κάναν νια αράδα ως την άκρη. Δίναν τα χέρια, λέγαν Χριστός Ανέστη, φιλιόντανε και όσοι ήτανε μαλωμένοι και θέλανε να συχωρεθούνε, συχωριόντασε κιόλα.

Στα Νένητα Χίου,

καθ' ην ώραν εγίνετο ο ασπασμός της Αναστάσεως και του Ευαγγελίου, εγίνετο συγχρόνως συνασπασμός μεταξύ των εκκλησιαζομένων, οίτινες αντήλλασσον και τα στασίδια των εις σημείον εγκαρδίου αγάπης.

Είναι φυσικό τέτοια μέρα η σκέψη όλων να στρέφεται στοργική και προς εκείνους από τους συγγενείς, που λείπουν από τον οικογενειακό τους κύκλο. Η πίστη μάλιστα ότι οι ψυχές των νεκρών από το Πάσχα έως την Πεντηκοστή βγαίνουν από τον Άδη, επιβάλλει στους ζωντανούς ορισμένα καθήκοντα, που τα εκτελούν με τον επιβαλλόμενο σεβασμό. Έτσι, στις Σαράντα Εκκλησίες,

τη νύχτα της Πασχαλιάς οι γυναίκες πηγαίνουν στα λημόρια (νεκροταφείον), και θυμιάζουν, γιατί οι αποθαμένοι νοιώννα και ξυπνούνα πε το Χριστό μαζίτσα.

Στην Καστανιά της Πελοποννήσου,

πλείσται οικογένειαι μετά την νυκτερινήν ακολουθίαν της Αναστάσεως, παραλαμβάνουσαι μεθ' εαυτών ωά πασχαλινά, τυρόν και άρτον μεταβαίνουσιν εις το κοιμητήριον και αποθέτουσι ταύτα εκάστη επί των τάφων των ιδίων αυτής οικείων. Πτωχοί και παιδία συλλέγουσιν ύστερον τα τρόφιμα ταύτα.

Στην Κορώνη,

αν τύχη μια γυναίκα να είναι χήρα, το πρώτο πιάτο το φαΐ, που θα της βάνουνε τα παιδιά της στο πιάτο της, δεν θα το φάη, αλλά θα το στείλη μαζί με μια αγκωνή ψωμί σε μια γερόντισσα φτωχιά. αυτό είναι το μερτικό του αντρός της.

Στην επιστροφή από την Ανάσταση ακολουθούν ορισμένες συνήθειες, πολλές από τις οποίες έχουν αφετηρία την πίστη στη θαυματουργική δύναμη του άγιου ή του καινούργιου φωτός. Με τη φλόγα της λαμπάδας, που φέρνουν όλοι αναμμένη από την Ανάσταση, «σταυρώνουν» πρώτα το ανώφλι της εξώθυρας του σπιτιού και στη συνέχεια ανανεώνουν το φως της καντήλας στο εικονοστάσι και τη φωτιά στο τζάκι. Ακόμη μεταδίνουν το καινούργιο φως στα στείρα ζώα και τ’ άκαρπα δέντρα, εξορκίζουν τα ενοχλητικά ζωύφια κ.τ.λ. Στο φως δηλαδή της Ανάστασης αποδίδεται δύναμη όχι μόνο αποτρεπτική των κακών, αλλά και γονιμοποιός, την οποία μεταδίδει σε ζώα και φυτά μια νεαρή γυναίκα.

Παραθέτω κάποιες περιγραφές των σχετικών συνηθειών. Στην Κορώνη,

άμα γυρίσουνε σπίτι από την Ανάσταση, θα κουβαλήσουν και τ' Άγιο Φως μαζί τους. Θα κάνουν πρώτα-πρώτα ένα σταυρό στα κουφώματα του σπιτιού, πόρτες και παρεθύρια κ’ έτσι σώζεται τα’ Άγιο Φως όλο το χρόνο στο σπίτι. Ύστερα το πάνε στα εικονίσματα, θα κάνουνε το σταυρό τους, θα σβήσουνε το καντήλι και θα τ’ ανάψουνε με το καινούργιο φως. Ύστερα θα κατεβούνε κάτω να βουλώσουνε τα ζωντανά: γίδια, πρόβατα, τα βόδια, τα γαϊδούρια, ό,τι έχει κανείς. τα τσουρουφλάνε. πάνε και στις κόττες.

Στην Πάτρα κ.α.,

σβήνοντας τη λαμπάδα τους αποκάτω απ’ το εικονοστάσι λέγουν: «Όξω ψύλλοι και κορέοι / να μπούμε ‘μεις οι νοικοκυραίοι!».

Στο Καστανόφυτο της Καστοριάς,

το Πάσχα, μετά το Χριστός Ανέστη, τα κορίτσια του χωριού πάνε στο σπίτι με τα κεριά αναμμένα και με αυτά φοβίζουν τα βόδια, φέρνοντας ξαφνικά το αναμμένο κερί σ’ αυτά και φωνάζοντας ζουρ-ζουρ. Αυτό το κάμουν, για να μη στρακαλνούν τα βόδια το καλοκαίρι (δηλαδή να μην τα πειράζη η μύγα).

Στο Καπλάνι της Πυλίας,

τα πρόβατα ανήμερα τη Λαμπρή στέλνουν ένα κορίτσι να τα προγκίξη με την ποδιά του, αν θέλουνε να γεννήσουνε θηλυκά αρνιά. Αν στείλουν σερνικό, γεννάνε σερνικά.

Στο Λασήθι, τη νύχτα της Λαμπρής

άμα έχουνε κιανένα οζό που δε γεννά, πάνε με το φως και του κάνουνε το Χριστός Ανέστη και γαστρώνεται ύστερα.

Με το φως της Ανάστασης στην Ύδρα καίνε λιγάκι και τα δέντρα που δεν κάνουνε καρπό, τα καίνε στον κόμπο τους.
Ακόμη γίνεται χρήση των κεριών της Ανάστασης και για θεραπεία της βασκανίας, αποτροπή του χαλάζιου, κατάπαυση της τρικυμίας καθώς και για να ξεκινήσει καλά κάθε εργασία. Π.χ.,

το λαμπροκέρι είναι καλό, για να σταύρωση κανείς με δαύτο όποιον είναι βασκαμένος ή άρρωστος και για όλα τα γήτια. Κ’ οι καμινιαραίοι το πρώτο καμίνι θα τ' ανάψουν με της Ανάστασης το κερί (Κορώνη).

Στην Αδριανούπολη,

το κερί της Ανάστασης το κρύβουν κι όντα πέφτη χαλάζι τ’ ανάφτουν να σταθή.

Στην Κίο

το φυλάουν ένα χρόνο κι άμα κάμη τρικυμία, βροντές κι αστραπές, το ανάβουν, θυμιάζουν κιόλας και σταματά η τρικυμία.

Σε παρόμοιους αποτρεπτικούς σκοπούς, καθώς και στην επίτευξη της ευφορίας των αγρών, χρησιμεύουν και τα λαμπροκούλουρα, που φυλάγονται όλον το χρόνο στο εικονοστάσι του σπιτιού, αλλά και τα «τσέφλια» των πασχαλινών αυγών, που παραχώνονται στους αγρούς. Π.χ., στα χωριά της Μεσημβρίας,

το Πάσχα έκαμναν μια κουλλούρα με σταυρό —αλώνι το λέγαμε— έβαναν και πέντε αυγά, ένα άσπρο στη μέση και τέσσερα κόκκινα στις άκρες και το πάαιναν στ' αμπέλι και το 'τρωγαν και παράχωναν τα τσέφλια στ' αμπέλι για το χαλάζι.

Τσέφλια απ’ τα κόκκινα αυγά κολλούν έξω από τις πόρτες ή τα βάζουν στους κήπους γύρω για το σκουλήκι (να μην τρώει τα φασόλια, τα κρομμύδια).
Ενδιαφέρουσες είναι και οι συνήθειες οι σχετικές με τα δέντρα του κήπου. Έτσι, στη Λεμεσό,

επιστρέφοντες από τον Καλόν Λόον εις την οικίαν των θεωρούσιν ιεράν υποχρέωσιν ν' απευθύνωσι τον χαιρετισμόν του Χριστός Ανέστη πρώτον εις τα δένδρα της οικίας ή του κήπου των και έπειτα μεταξύ των, λέγοντες τρις «Χριστός Ανέστη, δεντρά μου!»

Στο Λασήθι Κρήτης,

ότινα μη κάνη το δέντρο καρπό, πάνε τη Λαμπρή και του κάνουνε το Χριστός Ανέστη. Του λένε τρεις φορές το Χριστός Ανέστη και κατόπιν το πετρώνουνε. του βάνουνε δηλαδή μια πέτρα στη ρίζα και κάνει καρπό.

Στην Κάρπαθο,

όταν η καρυδιά δεν κάνει καρύδια, πηγαίνουν μετά το Χριστός Ανέστη (στην α' Ανάσταση) και κτυπούν τον κορμό της με το μαννάρι (πέλεκυν) τρεις βολές και λέγουν: «Χριστός Ανέστη! κάνεις καρά καρύδια ή να σε κόψω;»

Σύμφωνα με μια παλαιά συνήθεια, αμέσως μόλις επιστρέψουν από την εκκλησία, οι χριστιανοί παρακάθονται σε γεύμα νυχτερινό και γεύονται κάποια πατροπαράδοτα φαγητά: μαγειρίτσα και σαλάτα με σαρδέλες ή ψητό της κατσαρόλας σε πολλά μέρη, τυρόπιτα και γαλατόπιτα στην Ήπειρο κ.τ.λ. Ως πρώτο όμως φαγητό τρώγουν παντού κόκκινο αυγό, σύμφωνα με το τάμα που έκαμαν το βράδυ της Αποκριάς: με τ’ αυγό να τ' ανοίξω! Και είναι κοινότατη συνήθεια να τσουγκρίζουν τ’ αυγά, δηλαδή να χτυπάει ένας το αυγό του άλλου, μύτη με μύτη. Τότε παίρνουν από το εικονοστάσι το κόκκινο αυγό του περασμένου χρόνου και τοποθετούν ένα καινούργιο. Στη Σινώπη,

άμα τελείωνεν η Ανάσταση, ερχόντανε σπίτι, έπαιρναν από το εικονοστάσι το κόκκινο αυγό του περασμένου χρόνου, κάθονταν στο τραπέζι, πάστρευαν το παλιό αυγό κ’ έτρωγε ο καθένας λίγο για χάρη του Χριστού. Κατόπιν έπαιρναν τα καινούργια, τα αυγά του Καλού Λόγου, και έκαναν το Χριστός Ανέστη (τσουγκρίζανε) και τα έτρωγαν. Ένα από τα καινούργια αυγά του Καλού Λόγου έβαζαν πάλι στο εικονοστάσι.

Σε μερικούς τόπους το τραπέζι δεν το σηκώνουν για τρεις ημέρες και τα ψίχουλα τα ρίχνουν στ' αμπέλια, για να μεταδοθεί σε αυτά η αφθονία.
Αλλά το κύριο φαγητό του τραπεζιού του Πάσχα είναι αρνί, που το ψήνουν στη σούβλα, ή γεμιστό με ρύζι, κουκουνάρια και σταφίδες στο φούρνο.
Σε πολλές περιοχές ο ιερέας επισκέπτεται τα σπίτια και αγιάζει το πασχαλινό αρνί. Π.χ.,

κάθε Ροδίτης, φτωχός ή πλούσιος, το θεωρεί καλό στο σπιτικό του να σφάξη τη Λαμπρή ένα ρίφι ή αρνί, που το λέγουν πασκάτη ή λαμπριώτη. Το παραγεμίζουν με χόντρο (σιτάρι αλεσμένο στο χερόμυλο) και βάλλοντας το σε μια λεκάνη το ψήνουν στο φούρνο. Μετά την απόλυση, στην πρώτη Ανάσταση ο παπάς του χωριού γυρίζει όλους τους φούρνους ευλογώντας όλες τις λεκάνες με την σχετική ευχή του ευχολογίου, παίρνει τον κόπο του, ένα κομμάτι ψημένο κρέας και λίγη γέμωση.
Ο νοικοκύρης, αν είναι γνώστης, θα εξετάσει τα σημάδια της ωμοπλάτης και θα βγάλει από αυτά, μαντέματα για όσα θα συμβούν όχι μόνο στο σπίτι ή τη στάνη του, αλλά και στην πατρίδα, αν πόλεμος ή λιμός απειλεί τον κόσμο κ.τ.λ. Για να δείξει όμως η πλάτη, πρέπει το αρνί του Πάσχα να κοιμηθεί τουλάχιστον δύο νύχτες στο σπίτι.

Η δεύτερη Ανάσταση. Η λειτουργία της δεύτερης Ανάστασης, όπου το Ευαγγέλιο διαβάζεται συνήθως σε δώδεκα γλώσσες, τελείται το μεσημέρι της Κυριακής του Πάσχα. Προηγείται λιτανεία, κατά την οποία η εικόνα της Ανάστασης περιφέρεται στην πόλη. Την άγια εικόνα βαστά αυτός που πρόσφερε τα περισσότερα στον σχετικό πλειστηριασμό. Αν οι λιτανείες δυο συνοικιών συναντηθούν στο δρόμο, οι εικόνες υποκλίνονται (εποίναν ασπασμόν, στη γλώσσα των Ποντίων).
Η δεύτερη Ανάσταση λέγεται κοινώς «αγάπη», επειδή για την αγάπη των ανθρώπων ο Χριστός σταυρώθηκε. Γι’ αυτό και κύριο γνώρισμα της τελετής είναι «το φίλημα της αγάπης», που οι ενορίτες της Εκκλησίας ανταλλάσσουν κατά την απόλυση, όπως και κατά την πρώτη Ανάσταση. Και ίσως αποτελεί ανάμνηση παλαιότατων χριστιανικών εθίμων και η συνεστίαση, που γίνεται σε κάποια μέρη μετά τον Εσπερινό. Έτσι, στην Ύδρα,

στη δεύτερη Ανάσταση όλοι οι ενορίτες κάνανε το «Ανέστη», δηλαδή αρχίζοντας από τον παπά δίνανε τον ασπασμό της Αναστάσεως στα χείλια, ευχόμενοι «Χριστός Ανέστη» και απαντώντες: «Αληθώς Ανέ¬στη». Μετά δε τον Εσπερινό ο παπάς εμοίραζε εις όλους και όλες το κόκκινο αυγό και κρατούσε σε τραπέζι τους ενορίτες του.

Σε ώρα τόσο επίσημη, κατά την οποία, εκδηλώνεται τόσο καθαρά η χριστιανική αγάπη, συνήθιζαν άλλοτε να συνάπτουν και τη σχέση της αδελφοποιίας, που ανυψώνει τη φιλία σε δεσμό αδελφικής αγάπης. Και είναι αξιοσημείωτο, ότι η πράξη αυτή έπαιρνε τη μορφή πραγματικής ιεροτελεστίας. Όπως αναφέρουν παλαιοί αθηναιοδίφες, στην Αθήνα (άλλοτε) στον Εσπερινό της Λαμπρής γίνονταν οι αδελφοποιτοί.

έπρεπε να έχουν κι ένα κορίτσι μαζί τους. ο παπάς, αφού τους εδιάβαζε, τους όρκιζεν εις το Ευαγγέλιον, τους επερίζωνε μ’ ένα μακρύ κόκκινο ζουνάρι και τους ετραβούσε προς το ιερόν. Ύστερα εφιλούσεν ο ένας τον άλλον, εφιλούσαν και του παπά το χέρι και εγίνονταν αδελφοποιτοί.

Το κορίτσι από τη στιγμή αυτή το είχαν σαν αδελφή (σταυραδερφή). Αλλού, οι αδελφοποιτοί εσταύρωναν τα αίματα των, δηλαδή άνοιγαν τις φλέβες τους και ανακάτωναν το αίμα τους.
Η ανακούφιση που η λαϊκή ψυχή αισθάνεται με το θρίαμβο της Αναστάσεως ξεσπά σε διακωμώδηση του Ιούδα και γενικά των Εβραίων, οι οποίοι σταύρωσαν τον Χριστό. Το ομοίωμα του Ιούδα ή του Οβραίου περιφέρεται από τα παιδιά στην πόλη ή το χωριό και τέλος κρεμιέται σε στύλο και καίγεται στη φωτιά ή με πυροβολισμούς.
Για την κατασκευή του ομοιώματος του γίνεται με κοινό έρανο συλλογή των ειδών που απαιτούνται. Στα χέρια του Ιούδα δίνεται το τίμημα της προδοσίας, μια σακούλα με τα 30 αργύρια (30 κελύφη σαλιγκαριών) και στου Εβραίου τα πανέρια με τις πραμάτειες του. Αρκούν δύο παραδείγματα: Στην Πέτρα της Λέσβου,

όταν τελείωνεν η λιτανεία του Χριστού, τότε γύριζαν τον Οβραίο. Γέμιζαν έναν Οβραίο με άχερα. του έβαζαν μπροστά πανέρια κρεμασμένα με παλιοτσουγκράνες, παλιοχτένια, πατσαβούρες, παλιομπουκάλια. Τον σεργιανούσαν μέσ’ στις δρόμ’ κι λέγαν: «Οβριγιός μι τα πανέργια». Του βάζαν κ’ έναν τσιγάρο στο στόμα τα’. Τον πάγαιναν από την Παναγιά, τον κάθιζαν κει στη γωνιά και του ρίχναν ντουφεκιές. Ύστερα τρέχαν τα μωρέλλια και τον σκίζαν, του βάναν και φωτιά.

Στην Κορώνη,

στην Αποκερασά καίνε και το Γιούδα. Κάνουν έναν άνθρωπο, τον ντύνουν με ρούχα, παντελόνι, πόλκα και μια ντρίτσα (ψάθινο καπέλο) στο κεφάλι. Είναι ούλος απομέσα παραγεμισμένος με κάθε λογής μπαρούτια. του έχουνε κι από μια ρουτσέττα στο στόμα, στα χέρια, στ’ αυτιά, στα μάτια. Η ντρίτσα του από μέσα είναι ούλη παραγιομισμένη με ρουτσέττες. Τον κρεμάνε από ένα στύλο στην πλατέα της Ελεΐστρας και από το ποδάρι του είναι κρεμασμένο ένα φιτίλι και σα σχολάση η εκκλησά του βάνουνε φωτιά. Χαλάει ο κόσμος απ’ τα μπαμ και τα μπουμ!

Τη γιορτή επισφραγίζουν χοροί, κούνιες και αγώνες. Ο χορός του Πάσχα, που γίνεται μετά την απόλυση στον αυλόγυρο της Εκκλησίας, έχει πολλήν ιεροπρέπεια, με τον ιερέα να βρίσκεται επικεφαλής του χορού και τους ενορίτες ν’ ακολουθούν κατά ηλικία και να τραγουδούν ειδικά για την περίσταση τραγούδια. Π.χ., στη Σκυλόγιαννη της Εύβοιας, χορεύουν γύρω από την εκκλησίαν, άδοντες:

Σήμερα Χριστός Ανέστη /και στους ουρανούς ευρέθη,
σήμερα τα παλληκάρια / στέκονται σαν να βλαστάρια κ.τ.λ.

Τέλος οι αγώνες περιλαμβάνουν πήδημα, τρέξιμο, λιθάρι, πάλη. Τα βραβεία είναι, π.χ. στη Πελοπόννησο, κουλούρες λαμπριάτικες ή κεντημένα μαντίλια, τα οποία περήφανα κατόπιν φορούν οι γυναίκες των νικητών.
Οι κούνιες, που τότε κρεμούν στα δέντρα, αποτελούν αρχαίο έθιμο. θυμίζουν την «αιώρα» των Αθηναίων παρθένων στ' Ανθεστήρια, μια από τις λαϊκότερες γιορτές, που γιορταζόταν στις αρχές της άνοιξης. Με τις κούνιες συνδέονται διάφοροι σκοποί. Στην Αίνο «το Πάσχα οι χωρικοί κουνιούνται στην κούνια, για να κάμουν πολύ σουσάμι». Στη Βιζύη «η κούνια πρέπ’ να γιν’ στο χλωρό, στο δέντρο που θα βλαστήσ’, όχι στο ξερό». Δεν πρόκειται λοιπόν για απλό παιγνίδι ή ψυχαγωγία των χωρικών, αλλά για συνήθεια όχι σπάνια σε αγροτικές γιορτές, που είχε αρχικά μαγικό μάλλον χαρακτήρα και αποσκοπούσε στην επίτευξη ευφορίας. Κουνιούνται, ενώ τραγουδούν τραγούδια της κούνιας.


ageofimmortals.com
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...