Αχ μικρή μου Νάντια… Γιατί αλήθεια κάποια γράμματα στην εποχή μας να αρχίζουν με ένα αχ; Δεν φταίει η πατρίδα σου η Συρία γι’ αυτό ούτε η δική μου η Ελλάδα, αλλά αυτό είναι μεγάλη ιστορία. Ιστορία δηλαδή για μεγάλους. Καλωσήλθες ….
Έτσι συνηθίζουμε να λέμε εμείς ανεξάρτητα από το αν πέρασες καλά στον ερχομό σου. Καλωσήλθες!
Σε πρωτοείδα πάνω στο κτίριο του Λιμενικού Ταμείου. Γιατί αλήθεια έχεις τόσο μεγάλα μάτια; Είναι πολλά αυτά που είδες στη μικρή ζωή σου η ή είναι μεγάλος ο φόβος; Μα και τα δικά μου μεγαλώνουν όταν έρχομαι στο λιμάνι να σε δω. Ξέρεις και γω φοβάμαι. Οι μπαμπάδες φοβούνται συχνά μα δεν το λένε. Δεν τους επιτρέπεται. Ή καλύτερα δεν το επιτρέπουν οι αγάπες τους.
Φόβος λοιπόν: Τότε που άκουσες ότι πήραν τον μπαμπά του Σαμίρ και χάθηκε. Θυμάσαι! Και στην Ελλάδα παλιά γινόταν συχνά αυτό. Εγώ το ξέρω…. Τότε που άκουσες το σφύριγμα της οβίδας και δεν ήξερες που θα πέσει. Πόλεμος! Τότε φοβήθηκε κι ο μπαμπάς μα το κρυψε. Και στη βάρκα τη νύχτα!! Όταν ήρθαν αυτοί με τις στολές! Και μίλαγαν μια γλώσσα που δεν καταλάβαινες και είχαν όπλα! Μιλούσαν αγγλικά, τη γλώσσα των αφεντικών μας. Μοίρα των φτωχών στον αιώνα μας να επικοινωνούν με τη γλώσσα των αφεντικών. Και γω αγγλικά σου μίλαγα και μια αραβική λέξη «χαραμ». Την ξέρουμε αυτή τη λέξη και στην Ελλάδα, τη λένε «άδικο».
Κι ύστερα η κράτηση. Πάλι στολές, κουβέρτες στο πάτωμα, φωνές, άνθρωποι στα κάγκελα και μέλλον αβέβαιο. Που θα μας πάνε; Και ο μεγάλος φίλος, η μνήμη, να μας πονάει τώρα πιο πολύ! Τι να έγιναν οι φίλοι στη Συρία; Το σπίτι μας θα υπάρχει άραγε; Το γατάκι που άφησες θα ζει; Πότε θα τελειώσει ο πόλεμος; Πώς να μη μεγαλώσουν τα μάτια.
Εκεί που σου λεγα για τη μνήμη, μου ξέφυγε ένα «μας» και θα ρωτάς από πού κι ως που εμείς «μας». Τι κοινό έχουμε. Κατ’ αρχήν έχουμε κοινό τα μεγάλα η καλύτερα τα μεγαλωμένα απ’ το φόβο μάτια.
Και γω φοβάμαι. Περνούν κι από μένα οι σκέψεις για τον πόλεμο. Είμαι και γω στα σύνορα. Δεν ξέρω αν σε λίγους μήνες – εμείς εδώ χτυπάμε ξύλο για να το ξορκίσουμε – θα’ μια στη θέση σου. Και που θα βρω τη δύναμη να τα’ αντέξω. Φοβάμαι ακόμα, έτσι με κατάντησαν, όλους όσους έχουν σκούρο χρώμα και γυρνάνε στο κέντρο της Αθήνας. Λες ο μπαμπάς σου να είναι κακός; Λες να κάμει κακό στο γιο μου; Και ακόμα ήταν κακός ο Άλι ή τον έκαναν έτσι; Κι αν ο Άλι είναι κακός τι φταίει ο Μωχάμετ; Φόβο με λογότυπο μας βάζουν. Για να είναι εύκολη η δουλειά τους, να μη σκεφτούμε και βρούμε την αλήθεια. Για φαντάσου μικρή μου Νάντια τώρα που μαύρισα από τον ήλιο να με περάσουν για Σύριο πρόσφυγα και να με κυνηγάνε σαν το σκυλί αυτοί με τις μαύρες μπλούζες. Αρκεί να προλάβω, σκέφτομαι, να τους μιλήσω Ελληνικά. Κι αρκεί βέβαια αυτοί να ακούνε και να καταλάβουν τη γλώσσα τους μέσα στο ξενοφοβικό αμόκ τους. Φοβάμαι ακόμη όταν βλέπω αυτόν το κύριο που τρώει από τα σκουπίδια. Αν εγώ δεν έχω να φάω, αύριο ας πούμε, τι θα κάνω! Είμαι και μίζερος με το φαϊ και όλα μου βρωμάνε! Σιχαίνομαι κιόλας.
Εμείς οι μεγάλοι έχουμε κι άλλα που δεν τα ξέρεις. Ένα συναίσθημα δύσκολο που σε τρώει σαν το σαράκι. Τις ενοχές. Τότε που είδα σε αφίσες τα σκοτωμένα παιδιά στη πατρίδα σου γύρισα αλλού το βλέμμα. Αποφάσισα ακαριαία ότι αυτό ήταν βαρύ για την ψυχολογία σου! Όταν άκουσα για τους ξένους – αυτούς με τα αγγλικά – που έμπαιναν στη πατρίδα σου και τα έκαναν όλα άνω κάτω δεν το σχολίασα καν ούτε όταν έμαθα ότι η κυβέρνησή σας ματώνει τους δρόμους και τις γειτονιές. Κι ας ήξερα ότι παλιά από αυτή τη πατρίδα πέρασε ο πατέρας μου πρόσφυγας και τον ταΐσατε, τον ξεψειριάσατε και του μάθατε και τη λέξη που σου είπα «χαραμ». Ήξερα ακόμα ότι αργά ή γρήγορα θα έρθετε πρόσφυγες για να γλιτώσετε από τον πόλεμο, μα έλεγα «αν δεν το σκέφτομαι δεν υπάρχει» και δεν έκανα τίποτα. Κοίταγα μόνο την πάρτη μου και ψήφιζα για τα λίγα ευρώ που είχα τότε στη τράπεζα. Έλεγα τι θα τους κάνουμε όλους αυτούς που ήρθαν από απέναντι κι ας ήξερα ότι τα ίδια στενά πέρασε κι ο παππούς μου παλιά και άφησε απέναντι κτήματα και ζώα μα κι ένα γιό. Γι’ αυτό ήταν πάντα λυπημένος στις φωτογραφίες. «Χαραμ». Να γιατί μεγαλώνουν τα μάτια τα δικά μου.
Μαθαίνω ότι θα φύγεις από δω σε λίγες μέρες μα στη θέση σου θα έρθει ένα άλλο κοριτσάκι με άλλο όνομα μα ίσως με την ίδια ιστορία και τους ίδιους φόβους. Μα δεν μπορώ μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος να βλέπω μονάχα και να φοβάμαι. Κι οι πόλεμοι έχουν τον ατελείωτο. Ένας σταματάει δυο αρχίζουνε.
Και η γλώσσα; Πως θα μιλάμε; Δεν θέλω τη γλώσσα των αφεντικών και των ανθρώπων με τις στολές. Και πόσες γλώσσες θα μάθω; Απ’ όλες τις χώρες που γίνεται πόλεμος έρχονται παιδιά σαν εσένα. Με διαφορετικά ονόματα μα με τα ίδια μάτια. Και μεγαλώνει το μακρύ καραβάνι της απανθρωπιάς. Και οι μικρές ή μεγάλες θλιβερές ιστορίες τους γίνονται ένα στατιστικό νούμερο γι ‘ αυτούς που κυβερνάνε και ευθύνονται. Κι όλοι μας, εγώ, εσύ ο καθένας μας ένας κόσμος ολόκληρος, γιατί αυτό σημαίνει άνθρωπος, γινόμαστε μια μικρή μαύρη κουκίδα φόβου. Τόσο μαύρη που αρχίζει να σκοτεινιάζει.
Σου έκρυψα το καλό για το τέλος!!!
Στο αριστερό μου χέρι – μ’ αυτό κρατάω συχνά το γιό μου – έχω κρυμμένο ένα μικρό αστεράκι. Είναι πολύ κοφτερό και μπορεί να σκίσει τη μαύρη κουρτίνα του φόβου. Το χρησιμοποιώ συχνά! Το λένε ανθρωπιά και αγάπη! Όταν φοβάμαι μου θυμίζει ότι πρέπει να μείνω άνθρωπος. Πως νομίζεις ότι τη γλιτώνω. Με αυτό το κόλπο. Προσπαθώ να μείνω άνθρωπος. Όχι μη το μπερδεύεις!! Δεν γίνεται αυτό με το να σου φέρω παιχνίδια ή λίγο γάλα. Άλλο λέω. Γίνεται μόνο αν σε νιώσω, άνθρωπο, σαν και μένα. Με τις ίδιες ανάγκες και τις ίδιες υποχρεώσεις. Αν σου δώσω την αγάπη μέσα από την καρδιά μου όσο κι αν πονάει, όσο κι αν κοστίζει.
Να η γλώσσα που χρειάζομαι – χρειαζόμαστε.
Τη γλώσσα της ανθρωπιάς και της αξιοπρέπειας που συχνά είναι σιωπηρή, χωρίς ήχο. Όπως μια αγκαλιά.
Καλό ταξίδι. Θα σε βλέπω στο καράβι που θα φεύγεις.
Υ.Σ.: θα σ’ έχουν ξανά μπερδέψει οι μεγάλοι! Ε; Σιγά – σιγά αρχίζω να μαθαίνω και τις γλώσσες…
Χαμπιμπι – Σ’ αγαπώ."
Χρήστος Κ.