Τα χρόνια εκείνα, φίλοι αναγνώστες, στο λαό των Ελλήνων, είχε πέσει βαριά η συμφορά, η πιο βαριά πούχαν ποτέ ρίξει οι δυνάμεις τ’ ουρανού.
Η Ελλάδα στράγγιζε το πικρότερο ποτήρι και οι άνθρωποι που την αγάπησαν θρηνούσαν το χαμό της. Ο Λόρδος Βύρων κάθεται στο νεκροκρέβατό της και κλαίει τη βαριά πορεία της.
Όποιος ποτέ, έσκυψε κοντά σε πεθαμένη επάνω,
προτού περάσει η ολόπρωτη ημέρα του θανάτου,
και ένιωσε τον απαλό αγγελικό αγέρα
και τα κλεισμένα αλλοίμονο τα μάτια που λάμπουν,
που τώρα πια δεν κλαίνε,
και είδε το κρύο μέτωπο όπου έμεινε το ίδιο
κι όπου του νεκροκρέβατου η απάθεια τρομάζει,
τόσο ωραία, ήρεμη κι απαλοσφαλισμένη είναι η πρώτη
κι ύστερνη ματιά που ξεδιανοίγει ο θάνατος.
Είναι η Ελλάδα, μα η Ελλάς που τώρα πια δε ζει.
Οι μεγάλοι έβλεπαν την ελληνική επανάσταση σαν πυρκαϊά που θάκαιγε την Ευρώπη. Ο Έλληνας αγωνιστής, που πάλευε για την ελευθερία του, ήταν ένας «καρμπονάρος», ένα συνωμότης και η κίνησή του είχε στα σπλάχνα της τον σπόρο της Γαλλικής Επανάστασης.
Στη Σύνοδο της Βιέννης και της Βερόνας καταδικάστηκε η Ελληνική Επανάσταση. Η διπλωματία της Ευρώπης έκανε το μεγαλύτερο έγκλημα της ιστορίας της και με τα γαντοφορεμένα δάκτυλά της έπνιγε τη θέληση ενός λαού να ζήσει ελεύθερος.
Ο Μέττερνιχ (Αυστριακός πολιτικός: 1773-1859) χαμογελούσε σαρκαστικά για το κατόρθωμά του και φώναζε: «Οι Έλληνες δυσφημίστηκαν τόσο από τη διαγωγή των, ώστε σε μια τόσο περήφανη Σύνοδο, κανείς δεν τόλμησε να παρουσιαστεί συνήγορός των».
Και ενώ ο κόσμος της Ευρώπης θρηνούσε την Ελλάδα, στην αδάμαστη ψυχή του ελληνικού λαού τρεμόσβηνε ο θρύλος του Μαρμαρωμένου Βασιλιά. Έτοιμος να σηκωθεί από τον ύπνο του για να διώξει την Τουρκιά ως την Κόκκινη Μηλιά.
Το καριοφίλι στα λαγκάδια δεν έπαψε ν’ αγριολαλεί και το Δημοτικό τραγούδι αντηχούσε παρήγορο, προφητικό: «Ακόμα αυτή την Άνοιξη, αυτό το Καλοκαίρι, ραγιάδες, ραγιάδες».
Πέρασαν όμως πολλές Άνοιξες και Καλοκαίρια, χρειάστηκαν πολλοί ξεσηκωμοί που βάφηκαν στο αίμα και η ελευθερία δεν έλεγε ακόμη να «ξεπεταχτεί από τα κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά».
Ο Μπάιρον, νιώθει τους Έλληνες απογόνους των Σαλαμινομάχων και των Μαραθωνομάχων, αναστημένα παιδιά του γέρο-Ευρώτα:
Βγάλε ω Γη, δοξασμένη απ’ τα σπλάχνα σου ένα,
ιερό απομεινάρι των παιδιών του Ευρώτα.
Απ’ εκείνους τους τριακόσιους,
τρεις ας έρθουνε, φτάνουν
μια καινούργια Θερμοπύλα
στα βουνά σου να κάνουν.
Ο ελληνολάτρης Ουγκώ με όλη τη θέρμη της νεανικής του τότε ψυχής χαιρετά με τα «ανατολίτικα τραγούδια του» την ελληνική επανάσταση. Στους ύμνους προς τους ήρωες η ευρωπαϊκή ψυχή αναγνώρισε την μαχόμενη Ελλάδα:
Τούρκοι διάβηκαν, χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα
παντού ερημιά.
Μα κοίταξε κει στου κάστρου τα χαλάσματα
κάποιο παιδί μονάχο, κάθεται, σκύφτει θλιβερά.
Φτωχό παιδί που κάθεσαι ξυπόλητο στις ράχες
για να μη κλαις λυπητερά τ’ ήθελες τάχα νάχεις;
Διαβάτη με κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι.
Βόλια, μπαρούτι, θέλω, να!!!
Ο Ντελακρουά, βουτά το χρωστήρα στο αίμα που τρέχει ζεστό στις ελληνικές πληγές και μ’ αυτό ζωγραφίζει την «Καταστροφή της Χίου» και άλλα έργα του εμπνευσμένα από την Ελληνική Επανάσταση.
Ζωγραφίζει την Ελλάδα να σπάει τις βαριές αλυσίδες με την ορμή εκείνη που αργότερα θα την οραματισθεί και θα την ζωγραφίσει ο Σολωμός. Οι πίνακες αυτοί και άλλοι θα προσφερθούν σε εράνους.
Ο Σατωβριάνδος και ο Βιλλμαίν θα ξεσηκώσουν τις ψυχές με τη φλογερή αρθρογραφία.
Ο «Γαλλικός ταχυδρόμος» ο «Μηνύτορας» και η «Συνταγματική», τα εγκυρότερα δημοσιογραφικά όργανα της Γαλλίας, θα σταθούν υπέρμαχοι στο ξεσηκωμένο Γένος.
Ο Μιστράλ Φρειδερίκος θα κρούσει τους καλύτερους τόνους της λύρας του στον «Ελληνικό ύμνο», που θα τον κάνει διάσημο:
Νίκη στων ημιθέων τα εγγόνια.
Απ’ την Ίδη ως της Νικαίας, τ’ άρματα στα χέρια, εμπρός.
Τα ύψη των βουνών ας ανεβούμε
τους Σαλαμίνιους αντίλαλους ξυπνώντας.
Αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είναι η δάφνη, μια φορά κανείς πεθαίνει.
Της ιστορίας μας φέγγουν τρεις χιλιάδες χρόνια.
Ορθοί. Και πρόλαβε από τώρα το παλάτι
στον τόπο εκεί, που λύθηκαν τα κακά μάγια
κι ο φοίνικας ξαναγεννιέται από τη στάχτη.
Ο Μέττερνιχ προσπαθεί στη Βιέννη να σταματήσει την αρθρογραφία και να πνίξει κάθε φιλελληνική εκδήλωση. Η αγάπη όμως και η συγκίνηση για την Ελλάδα, όλο και ανάβουν. Ο Γκαίτε στο πορφυρένιο της ζωής τους δειλινό, συγκλονίζεται από το παράδειγμα του Μπάιρον και εμπνέεται το νέο «Ευφορίονα» στην τιτανική τραγωδία του «Φάουστ». Θαυμάζει την Ελλάδα, τους αγώνες της, τα δημοτικά της τραγούδια και βροντοφωνάζει: «ό,τι είναι η καρδιά και ο νους για τον άνθρωπο, είναι η Ελλάδα για την ανθρωπότητα. Έχω συγγένεια με τους Έλληνες, αυτούς κηρύττω για δασκάλους μου» (Είδες ο… Γερμανός;;;).
Η Ρωσία, συγκινείται από τους αγώνες των Ελλήνων και ο εθνικός ποιητής της ο Πούσκιν γράφει φιλελληνικά ποιήματα.
Η γερασμένη Αλβιών με τη νίκη των Ουΐγων (κόμμα της Μ. Βρετανίας), των φιλελεύθερων, αλλάζει στάση στην ελληνική υπόθεση. Τα παιδιά της: ο Γόρδων, ο Τσωρτς, ο Κόχραν, ο Άστιγξ, ο Κόδρικτων, ο Στόνχον, στολίζονται με δάφνες ελληνικές.
Ο Μπάιρον, αφού γράφει τα τραγούδια του για την Ελλάδα, έρχεται να επισφραγίσει στον «ηρωϊκό φράχτη» με τη θυσία του, την αγάπη του για την Ελλάδα.
Ο Ιταλός υπουργός των Στρατιωτικών Σανταρόζας, πέφτει δίπλα στον Αναγνωσταρά.
Του καριοφιλιού το βρόντημα και οι τόνοι της λύρας, συνθέτουν το μεγαλείο του 21. Η Ευρωπαϊκή τέχνη στάθηκε συντρόφισσα στον αγώνα των Ελλήνων και υψώθηκε στις κορυφές του ωραίου και τ’ αληθινού.
Ήρωας και καλλιτέχνης αγκαλιασμένοι, να ένα δίπτυχο του Ελληνικού 1821:
Με του Κανάρη το δαυλό και του Μπάιρον το φιλί
το φως ξανά απ’ την Ανατολή.
Στόνα χέρι το σπαθί και στ’ άλλο χέρι η πένα,
η Ελλάδα σαν γραμμένη από τη μοίρα,
η Ελλάδα αιώνια.
(Κ. Παλαμάς)
του Ιερέως Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
laosver.gr