Την θυμάμαι σαν και τώρα εκείνη την ημέρα… Σκάρτα οχτώ χρονών ήμουν και είχαμε κατεβεί για μπάνια στην παραλία που υπήρχε στο Μεγάλο Πεύκο ακριβώς δίπλα από το στρατόπεδο του Πυροβολικού.
Καταλάβαινες την αναταραχή στα πρόσωπα των μεγάλων που συζητούσαν και θυμάμαι τη γιαγιά που έπιανε κουβέντα με τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς που μπαινόβγαιναν τρέχοντας από την πύλη.
Όλα έγιναν τόσο γρήγορα… Από την παραλία και το ξέγνοιαστο παιχνίδι με την αδελφούλα μου σε ένα εκτάκτως ναυλωμένο λεωφορείο για επιστροφή στην Αθήνα. Η Σχολή Πυροβολικού – όπως και τα ΛΟΚ – ήταν προφανής στόχος και το εξοχικό μας δεν απείχε παρά μερικά μέτρα από αυτήν.
Καμιόνια με στρατιώτες να κατακλύζουν τον δρόμο, ελικόπτερα να σχίζουν τον ουρανό με εκκωφαντικό θόρυβο και μια μουντή ατμόσφαιρα στους γύρω μας – αυτή ήταν η εικόνα που έφτανε τότε στα μάτια των παιδιών, σαν φωτογραφίες ασπρόμαυρες που τις ψαχουλεύει τώρα η μνήμη.
Μέχρι που η αγωνία έφτασε στο ίδιο μας το σπιτικό! Είχαμε καταλύσει στην αυλή του ιδιοκτήτη του λεωφορείου – κάπου στο Γαλάτσι, αν θυμάμαι καλά – και περιμέναμε ένα ταξί για να μας πάει στο πατρικό στο Παγκράτι, όπου τα κατεβασμένα ρολά στα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες θα ανέβαιναν πριν την ώρα τους, μετατρέποντας σε αίσθημα μελαγχολίας για το καλοκαίρι που χάθηκε τη μυρωδιά της κλεισούρας που θα κυριαρχούσε στην οδό Υμηττού.
“Ο μπαμπάς μπορεί να χρειαστεί να πάει σε στρατόπεδο” ήταν στο περίπου τα λόγια της μητέρας μας που για χάρη μας προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Και να το κλάμα το δικό μας, και να οι πιο ακραίες εικόνες και οι πλέον μύχιοι φόβοι που αναδύει στο υποσυνείδητο των παιδιών η λέξη που φάνταζε έως τότε για μας ως παιχνίδι: “Πόλεμος!”
Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη μέρα… Όπως δεν ξεχνώ και ότι 40.000 Τούρκοι στρατιώτες εισέβαλαν κατά παράβαση του καταστατικού χάρτη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εκείνο το πρωινό στην μαρτυρική αδελφή μας Κύπρο, σκορπίζοντας τον θάνατο, τον όλεθρο και την καταστροφή.
Δεν μου επιτρέψουν να το ξεχάσω εκείνες οι εικόνες που χαράχτηκαν στην παιδική ηλικία.
Κυρίως όμως δεν το επιτρέπουν οι 200.000 άνθρωποι που εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, οι πάνω από 4.000 νεκροί, οι 1.619 αγνοούμενοι…
Δεν θέλω να εκδικηθώ, αλλά θέλω δικαιοσύνη. Θέλω για την Κύπρο μας το αυτονόητο. Θέλω να αποκατασταθεί η μεγαλύτερη πολιτική ντροπή στην σύγχρονη ιστορία του πλανήτη μας.
Να μην ξανακουστεί η λέξη “Κατεχόμενα”. Να ξαναγεννηθούν η Κερύνεια, η Μορφού, το Ριζοκάρπασο, η Φαμαγκούστα , όλη η Βόρεια Κύπρος!
Για κάποιους, η υπόθεση είναι κατά βάση οικονομική πλέον: υπό κατοχή βρίσκεται το 65% της καλλιεργήσιμης έκτασης, το 70% του ορυκτού πλούτου, το 70% της βιομηχανίας, το 80% των τουριστικών εγκαταστάσεων.
Για όλους τους Έλληνες, όμως, είναι ζήτημα ζωής και τιμής!
Είναι χρέος ιστορικό για τον Ελληνισμό!
Δεν ξεχνώ, αδέλφια μας Κύπριοι…
Καταλάβαινες την αναταραχή στα πρόσωπα των μεγάλων που συζητούσαν και θυμάμαι τη γιαγιά που έπιανε κουβέντα με τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς που μπαινόβγαιναν τρέχοντας από την πύλη.
Όλα έγιναν τόσο γρήγορα… Από την παραλία και το ξέγνοιαστο παιχνίδι με την αδελφούλα μου σε ένα εκτάκτως ναυλωμένο λεωφορείο για επιστροφή στην Αθήνα. Η Σχολή Πυροβολικού – όπως και τα ΛΟΚ – ήταν προφανής στόχος και το εξοχικό μας δεν απείχε παρά μερικά μέτρα από αυτήν.
Καμιόνια με στρατιώτες να κατακλύζουν τον δρόμο, ελικόπτερα να σχίζουν τον ουρανό με εκκωφαντικό θόρυβο και μια μουντή ατμόσφαιρα στους γύρω μας – αυτή ήταν η εικόνα που έφτανε τότε στα μάτια των παιδιών, σαν φωτογραφίες ασπρόμαυρες που τις ψαχουλεύει τώρα η μνήμη.
Μέχρι που η αγωνία έφτασε στο ίδιο μας το σπιτικό! Είχαμε καταλύσει στην αυλή του ιδιοκτήτη του λεωφορείου – κάπου στο Γαλάτσι, αν θυμάμαι καλά – και περιμέναμε ένα ταξί για να μας πάει στο πατρικό στο Παγκράτι, όπου τα κατεβασμένα ρολά στα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες θα ανέβαιναν πριν την ώρα τους, μετατρέποντας σε αίσθημα μελαγχολίας για το καλοκαίρι που χάθηκε τη μυρωδιά της κλεισούρας που θα κυριαρχούσε στην οδό Υμηττού.
“Ο μπαμπάς μπορεί να χρειαστεί να πάει σε στρατόπεδο” ήταν στο περίπου τα λόγια της μητέρας μας που για χάρη μας προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Και να το κλάμα το δικό μας, και να οι πιο ακραίες εικόνες και οι πλέον μύχιοι φόβοι που αναδύει στο υποσυνείδητο των παιδιών η λέξη που φάνταζε έως τότε για μας ως παιχνίδι: “Πόλεμος!”
Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη μέρα… Όπως δεν ξεχνώ και ότι 40.000 Τούρκοι στρατιώτες εισέβαλαν κατά παράβαση του καταστατικού χάρτη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εκείνο το πρωινό στην μαρτυρική αδελφή μας Κύπρο, σκορπίζοντας τον θάνατο, τον όλεθρο και την καταστροφή.
Δεν μου επιτρέψουν να το ξεχάσω εκείνες οι εικόνες που χαράχτηκαν στην παιδική ηλικία.
Κυρίως όμως δεν το επιτρέπουν οι 200.000 άνθρωποι που εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, οι πάνω από 4.000 νεκροί, οι 1.619 αγνοούμενοι…
Δεν θέλω να εκδικηθώ, αλλά θέλω δικαιοσύνη. Θέλω για την Κύπρο μας το αυτονόητο. Θέλω να αποκατασταθεί η μεγαλύτερη πολιτική ντροπή στην σύγχρονη ιστορία του πλανήτη μας.
Να μην ξανακουστεί η λέξη “Κατεχόμενα”. Να ξαναγεννηθούν η Κερύνεια, η Μορφού, το Ριζοκάρπασο, η Φαμαγκούστα , όλη η Βόρεια Κύπρος!
Για κάποιους, η υπόθεση είναι κατά βάση οικονομική πλέον: υπό κατοχή βρίσκεται το 65% της καλλιεργήσιμης έκτασης, το 70% του ορυκτού πλούτου, το 70% της βιομηχανίας, το 80% των τουριστικών εγκαταστάσεων.
Για όλους τους Έλληνες, όμως, είναι ζήτημα ζωής και τιμής!
Είναι χρέος ιστορικό για τον Ελληνισμό!
Δεν ξεχνώ, αδέλφια μας Κύπριοι…
του Σωτήρη Χιωτάκη