Αμερικανοί ερευνητές που μελετούσαν τις συνέπειες του στρες στο γαστρεντερικό σύστημα και τη διαδικασία της πέψης, ανακάλυψαν τυχαία μια χημική ουσία που προάγει την ανάπτυξη της τριχοφυΐας στην πιο συχνή μορφή φαλάκρας, την ανδρογενή αλωπεκία.
Οι ειδικοί ανακάλυψαν ότι εισάγοντας με ένεση σε πειραματόζωα την ουσία αστρεσίνη-Β, η οποία αναστέλλει την ορμόνη «CRF» που προκαλεί στρες και σχετίζεται με την τριχόπτωση, άρχισαν να ξαναβγάζουν τρίχες και μάλιστα με εντυπωσιακά γρήγορο ρυθμό.
«Σχεδόν το 100% των ποντικιών ανταποκρίθηκε. Η τριχοφυΐα επανήλθε πλήρως. Είναι ένα κυριολεκτικά σημαντικό αποτέλεσμα», δήλωσε ο ερευνητής Μίλιον Μουλουγκέτα της Ιατρικής Σχολής UCLA του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Λος Αντζελες. Ο ίδιος δήλωσε ιδιαίτερα αισιόδοξος ότι η ανακάλυψη ανοίγει νέους δρόμους έρευνας για την καταπολέμηση της αλωπεκίας, ειδικά σε όσους αυτή προκαλείται από χρόνιο άγχος και γήρανση.
Η ανάπτυξη της τριχοφυΐας στα πειραματόζωα είχε ολοκληρωθεί σε διάστημα τριών μηνών και επιβεβαιώθηκε από νέα πειράματα, τα οποία επίσης έδειξαν ότι η αστρεσίνη-Β, την οποία έχει δημιουργήσει το Ινστιτούτο Βιολογικών Μελετών Salk της Καλιφόρνιας, όχι μόνο προάγει την τριχοφυΐα, αλλά επίσης εμποδίζει την απώλειά της στο αρχικό στάδιο του προβλήματος.
Μέχρι στιγμής η ουσία έχει δοκιμαστεί μόνο σε ποντίκια γενετικά τροποποιημένα, ώστε να παράγουν πολύ μεγάλες ποσότητες της ορμόνης, με συνέπεια να γερνάνε γρήγορα και να χάνουν το τριχωτό τους σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Δεν είναι βέβαιο αν η ουσία θα μπορεί να αποκαταστήσει την τριχόπτωση και στους ανθρώπους, πάντως δεν φαίνεται να έχει τοξικές επιδράσεις. Οι ερευνητές είπαν ότι και οι άνθρωποι έχουν υποδοχείς της ορμόνης CRF, συνεπώς η αστρεσίνη θα μπορούσε να έχει ανάλογα ευεργετικό αποτέλεσμα.
Η αστρεσίνη-Β, που δεν είναι δυνατό να χορηγείται από το στόμα, ίσως μπορεί να εισαχθεί στον ανθρώπινο οργανισμό με μορφή ρινικού σπρέι και σίγουρα σε ενέσιμη μορφή.
Η καθηγήτρια Ιβέτ Τας της Ιατρικής Σχολής του UCLA δήλωσε ότι θα χρειαστούν περίπου πέντε χρόνια για να ξεκινήσουν κλινικές δοκιμές στους ανθρώπους.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση PLoS ONE.
Πηγή TA NEA