Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

Δίκες ζώων κατά τον Μεσαίωνα...



Το 1457 μία γουρούνα συνελήφθη σ το Σαβινί της Γαλλίας με την κατηγορία ότι έπνιξε και παραμόρφωσε ένα βρέφος την ώρα που κοιμόταν σ το κρεβατάκι του.  Η γουρούνα,  μαζί με τα έξι γουρουνάκια της, προσήχθη στο δικαστήριο για να δικασθεί. Οι αυτόπτες μάρτυρες υποστήριξαν ότι η γουρούνα μπήκε σ το σπίτι όταν η μητέρα του βρέφους απουσίαζε και κατευθύνθηκε σ το δωμάτιο του παιδιού. 
Εκεί,  πριν προλάβουν να επέμβουν,  η γουρούνα καταπλάκωσε και ποδοπάτησε το μωρό, μαζί με τα έξι γουρουνάκια της, τα οποία βρέθηκαν λουσμένα από το αίμα του μωρού. 
Κατά την διαδικασία η γουρούνα δεν επέδειξε ίχνος μεταμέλειας.  Έτσι,  το δικαστήριο δήλωσε τον αποτροπιασμό του για το ειδεχθές, όπως το χαρακτήρισε,  έγκλημα και επέβαλε την ποινή του θανάτου την εγκληματία γουρούνα, η οποία και παραδόθηκε στον δήμιο για την εκτέλεση της ποινής. Τα γουρουνάκια έτυχαν της επιείκειας του δικαστηρίου και απαλλάχθηκαν των κατηγοριών λόγω του νεαρού της ηλικίας τους. 
Αυτή ήταν μία από τις εκατοντάδες καταγεγραμμένες δίκες ζώων που συνέβησαν στην δυτική μεσαιωνική Ευρώπη από τον 13ο μέχρι τον 18ο αιώνα. Γουρούνια, ταύροι,  άλογα,  αγελάδες,  λύκοι,  αρουραίοι,  ψάρια,  πουλιά, ακόμη και έντομα, βρέθηκαν αντιμέτωπα με τη δικαιοσύνη και κλήθηκαν να λογοδοτήσουν για τις παράνομες και εγκληματικές πράξεις τους. Τα εγκλήματά τους ήταν από κλοπή και βανδαλισμό μέχρι σεξουαλικά εγκλήματα και ανθρωποκτονίες. Οι ποινές που τους επιβάλλονταν ήταν από αφορισμό και εξορία μέχρι θάνατο δι’ απαγχονισμού και κάψιμο στην πυρά.
Η παλαιότερη δίκη ζώου καταγράφεται το 1266  στο Fontenay – aux – Roses,  κοντά σ το Παρίσι.  
Τότε, ύστερα από απόφαση των μοναχών του Saint Genevieve, ένα γουρούνι καταδικάσθηκε να καεί δημοσίως, επειδή είχε κατασπαράξει ένα παιδί. 
Η διαδικασία εκείνων των δικαστηρίων ακολουθούσε όλους τους προβλεπόμενους τύπους και ήταν καθ’ όλα τυπική. Τα ζώα κλητεύονταν και όταν συλλαμβάνονταν επ’ αυτοφώρω προφυλακίζονταν. Το δικαστήριο όριζε τον νόμιμο συνήγορο τους, ο οποίος και αναλάμβανε την υπεράσπισή τους. Κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, το δικαστήριο εξέταζε μάρτυρες, άκουγε τα επιχειρήματα των διαδίκων και τέλος έβγαζε την ετυμηγορία του. Όταν τα κατηγορούμενα ζώα, όπως αρουραίοι, ψάρια, έντομα, δεν παρίσταντο στην δίκη, το δικαστήριο αποφάσιζε ερήμην τους, οι δε ποινές ήσαν άμεσα εκτελεστές.
Το 1494,  στο Κλερμόν της Γαλλίας,  ανήμερα του Πάσχα, ένας πεινασμένος χοίρος κατασπάραξε ένα βρέφος. Το γουρούνι συνελήφθη και οδηγήθηκε στο μοναστήρι του Saint Martin de Laon  για να δικασθεί. Δικαστής ήταν ο Jehan Levoisier, ο οποίος και καταδίκασε το ζώο για βρεφοκτονία. 
Η ποινή ήταν θάνατος δι’ απαγχονισμού. Ο χοίρος πάραυτα παραδόθηκε στον δήμιο,  οδηγήθηκε στην πλατεία της πόλης και απαγχονίσθηκε κάτω από τις επευφημίες του πλήθους που είχε μαζευτεί για να
π α ρ α κ ο λ ο υ θ ή σ  ε ι το εντυπωσιακό θέαμα της ημέρας.
Οι δίκες των ζώων στην καθολική Δύση στηρίζονταν στην πίστη ότι ο κόσμος αποτελείται από μια αυστηρά ιεραρχημένη αλυσίδα όντων. 
Στην κορυφή βρίσκεται ο Θεός και ακολουθείται από τους επί γης εκπροσώπους του,  την εκκλησία και το κράτος.  
Στη συνέχεια βρίσκουμε τις διάφορες κοινωνικές ομάδες και στη βάση αυτή της πυραμίδας συναντούμε τα ζώα και τέλος τα φυτά. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, από όλα τα όντα μόνο ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού και μόνον αυτός διέθετε ελεύθερη βούληση. Κατά συνέπεια μόνον αυτός μπορούσε να συγχωρεθεί για τα αμαρτήματά του, ενώ τα ζώα, που και αυτά αμαρτάνανε, δεν είχαν αυτό το προνόμιο.
Προς το τέλος του Μεσαίωνα οι κυρίαρχες αντιλήψεις μεταβάλλονται, αλλά αυτό δεν βελτιώνει την τύχη των ζώων. Το νομικό πλαίσιο για τη δικαστική δίωξη των ζώων διαμορφώθηκε τον 13ο αιώνα από τον Ιταλό θεολόγο και λόγιο Θωμά Ακινάτη. Αυτός μελέτησε το δογματικό πλαίσιο και υποστήριζε ότι, παρότι τα ζώα ήταν δημιουργήματα του Θεού, δεν πρέπει να κατηγορούνται, αλλά να διώκονται και να τιμωρούνται μόνο όταν είναι πράκτορες του Σατανά.  Πίστευε ότι η εγκληματική τους δράση πήγαζε από μία ανίερη συμμαχία με τον Διάβολο, αφού οι δίποδοι ή τετράποδοι εγκληματίες δρούσαν κατ’εντολή του.  Ήταν δηλαδή τα όργανα του Σατανά πάνω στη Γη, οι υπάκουοι υπηρέτες του, οι οποίοι και έπρεπε να τιμωρηθούν από τους πιστούς χριστιανούς, εξορκίζοντας συγχρόνως τον ίδιο τον Διάβολο.
Φυσικά, η παπική εκκλησία, έχοντας τεράστια επιρροή στις κοσμικές αυλές των βασιλέων και των ηγεμόνων, αλλά και παρασύροντας τους προληπτικούς και δεισιδαίμονες πιστούς της, προχώρησε στην ευλογία αυτών των δικαστηρίων, σέρνοντας συγχρόνως στα εδώλια πλήθος κακούργων ζώων και σε ακρότητες πλήθος ευκολόπιστων χριστιανών.
Το 1386, συνελήφθη ένας χοίρος για την δολοφονία κάποιου κοριτσιού. Το δικαστήριο του Falaise καταδίκασε το ζ ωο σ τον αποκεφαλισμό του,  τον ακρωτηριασμό του και στη συνέχεια τον απαγχονισμό του, επειδή την ίδια βλάβη είχε προκαλέσει στο πρόσωπο και στα χέρια του παιδιού. 
Έτσι, αφού έκοψαν τα πόδια του ζώου, το έντυσαν με τα ρούχα του άτυχου κοριτσιού και το κρέμασαν στο μέσον της πλατείας. 
Μάλιστα, ο δήμιος φορούσε γάντια για να διαφυλάξει καθαρά τα χέρια του απέναντι στην ανόσια πράξη του εγκληματία χοίρου.
Η διαδικασία, όπως λέχθηκε παραπάνω, υπήρξε καθ’ όλα τυπική. Το δικαστήριο όριζε για το κατηγορούμενο ζώο, με όλη την επισημότητα, συνήγορο, ώστε να το υπερασπιστεί στην δίκη. Τότε υπήρχαν και πολλοί και αξιόλογοι δικηγόροι, οι όποιοι μάλιστα έκαναν καριέρα αποκλειστικά ως δικηγόροι ζώων. Ένας τέτοιος επιτυχημένος δικηγόρος, μεγαλοδικηγόρος θα λέγαμε σήμερα, υπήρξε ο Γάλλος Βαρθολομαίος Chassenee, ο οποίος γεννήθηκε το 1480 στο Issy – l’ Eveque, ειδικευόταν στην υπεράσπιση των αρουραίων και έγινε διάσημος γ ια τις δικαστικές του επιτυχίες.
Το 1531 λοιπόν οι κάτοικοι της γαλλικής πόλης Autun είδαν τις καλλιέργειες κριθαριού και τις σιταποθήκες τους να αδειάζουν επικίνδυνα εξαιτίας της επιδρομής χιλιάδων αρουραίων. 
Αμέσως το τοπικό εκκλησιαστικό δικαστήριο απήγγειλε την κατηγορία της απρόκλητης και κακόβουλης φθοράς ξένης περιουσίας και κάλεσε από άμβωνος τα τρωκτικά να παρουσιαστούν ενώπιόν του εντός έξι ημερών. Όπως ήταν φυσικό, κανένας ποντικός δεν εμφανίστηκε, γεγονός που εξόργισε τον δικαστή, ο οποίος θέλησε να επιβάλει τη θανατική ποινή στα ανυποψίαστα ζώα. Τότε ακριβώς παρενέβη ο δικηγόρος Βαρθολομαίος Σασενέ, ο οποίος τόνισε ότι οι αρουραίοι δεν επέδειξαν ασέβεια προς το δικαστήριο, αλλά απλώς δεν κλητεύθηκαν διότι ήταν πάρα πολλοί για να λάβουν κλήση όλοι και διασκορπισμένοι σε πολλά χωριά της περιοχής, και γ ι’ αυτό δεν έμαθαν για την δικάσιμο.  
Επίσης,  ένας άλλος λόγος, ο οποίος ανάγκασε τους αρουραίους να μη μπορέσουν να προσέλθουν με ασφάλεια και να παραστούν κατά την ημέρα της δικασίμου, ενδεχομένως να ήταν και ο φόβος τους γ ια τους θανάσιμους εχθρούς τους που καραδοκούσαν στους δρόμους· τις γάτες. Όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, τα επιχειρήματα του Σασενέ έπεισαν τον δικαστή, ο οποίος ανέβαλε την δίκη και όρισε νέα δικάσιμο, ώστε να ειδοποιηθούν έγκαιρα όλοι οι αρουραίοι. 
Το 1575, στο Saint Julien  της Γαλλίας, σμήνος σκαθαριών επέδραμε στους αμπελώνες της περιοχής.  Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα σκαθάρια να κληθούν στο δικαστήριο με υπερασπιστή τους τον Pierre Rembaud. Αυτός υποστήριξε ότι τα συγκεκριμένα ζώα είναι αποτέλεσμα της δημιουργίας και ως εκ τούτου είχαν απόλυτο δικαίωμα να τρέφονται από την γη και τους καρπούς της.
Το 1519 σ το Stelvio του Τυρόλο ασκήθηκε δίωξη σε τυφλοπόντικες, οι οποίοι κατέστρεφαν τις καλλιέργειες των ντόπιων κατοίκων. 
Την υπεράσπιση των τρωκτικών ανέλαβε ο Hans Grinebner. Κατά την διαδικασία, ένας μάρτυρας δήλωσε ότι εξαιτίας των μεγάλων ζημιών που προκαλούσαν οι τυφλοπόντικες, οι αγρότες αδυνατούσαν να πληρώσουν τα ενοίκιά τους. Από την άλλη, ο δικηγόρος των κατηγορουμένων ανέφερε ότι οι εν λόγω ποντικοί προσφέρουν στην γη και υπηρεσίες, όπως το καθάρισμα από τα βλαβερά για τις σοδειές έντομα και άλλα ζ ώα και κάλεσε το δικαστήριο να υποδείξει κάποιο χώρο, όπου οι πελάτες του θα μπορούσαν με ασφάλεια να διαβιώσουν χωρίς να δημιουργούν προβλήματα σ τους συγκεκριμένους αγρότες. Ο δικαστής θεώρησε εύλογο αυτό το αίτημα, μόνο όμως για τους μικρότερους και ασθενέστερους των κατηγορουμένων, ενώ για τους υπόλοιπους ζήτησε την εξορία τους από τα καταπατημένα χωράφια.
Παρόμοια περίπτωση είχαμε και στο Mainz της Γερμανίας. 
Τότε, η υπεράσπιση των σκαθαριών που κατέστρεφε τις καλλιέργειες της περιοχής, κατάφερε να πείσει το δικαστήριο να υποδείξει ένα κομμάτι γης στο οποίο τα πεινασμένα έντομα έπρεπε να ζήσουν και να τρέφονται.
Πάντως, καταγράφηκαν και περιπτώσεις, στις οποίες το κατηγορούμενο ζώο βρέθηκε να μην ευθύνεται για τα εγκλήματα που του αποδίδονταν και αθωώθηκε.
Το 1750 συνελήφθη επ’ αυτοφώρω μία προβατίνα να επιδίδεται σε ερωτικές περιπτύξεις με το αφεντικό της. 
Ο εραστής βοσκός και η ερωμένη προβατίνα οδηγήθηκαν στο δικαστήριο, αντιμετωπίζοντας την ποινή του θανάτου. 
Διότι, τότε, η κτηνοβασία, εκτός από ποινικό αδίκημα, θεωρείτο μέγα αμάρτημα με ποινή τον θάνατο.  
Τελικά, μετά την εξέταση των μαρτύρων και τις αγορεύσεις των συνηγόρων, το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η προβατίνα βιάστηκε και ότι δεν έφερε καμιά ευθύνη για τις διεστραμμένες ορέξεις του βοσκού της. 
Βασικός μάρτυρας υπεράσπισης του ζώου ήταν ο ιερέας της περιοχής, ο οποίος ορκίστηκε ότι γνώριζε την προβατίνα από μικρή και ουδέποτε αυτή είχε προκαλέσει τους άντρες του χωριού με τη συμπεριφορά της, κοινώς δε ν είχε κουνήσε ι την ουρά της. 
Το δικαστήριο έβγαλε την απόφασή του· η προβατίνα αθωώθηκε, ο δε βοσκός καταδικάστηκε για βιασμό και κτηνοβασία και θανατώθηκε δι’ απαγχονισμού.
Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Τουλούζη της Γαλλίας. 
Ένας άνδρας συνελήφθει να κτηνοβατεί με τον γάιδαρό του. Το δικαστήριο πείσθηκε ότι ο γάιδαρος δεν ήταν πρόθυμος με τις ορέξεις του παθιασμένου άνδρα, προχωρώντας έτσι στην αθώωση του ζώου και στον απαγχονισμό του ανώμαλου.
Το 1451,  στο δικαστήριο της Λωζάνης της Ελβετίας, όλα ήταν έτοιμα να διεξαχθεί άλλη μία δίκη. Οι κατηγορίες που βάραιναν τους κατηγορουμένους ήταν βαριές. 
Κατηγορούνταν για συστηματική παρακώλυση της αλιείας και παρενόχληση των ψαράδων της λίμνης της Βέρνης. 
Κατηγορούμενοι οι βδέλλες της λίμνης. 
Η διαδικασία ακολουθήθηκε πιστά.  Οι κλητήρες του
δικαστηρίου στάλθηκαν τρεις φορές στην λίμνη,  ανακοίνωσαν τις κατηγορίες στις βδέλλες και κάλεσαν τις κατηγορούμενες να παραστούν  κατά την ημέρα της δικασίμου στο δικαστήριο.  Παρά την έγκαιρη και νόμιμη κλήτευση των κατηγορουμένων, οι βδέλλες δεν φάνηκαν, προκαλώντας την οργή του δικαστή. Ο τελευταίος, μη θέλοντας να
δικαιολογήσει ή να συγχωρέσει την αυθάδεια των κατηγορουμένων προς το δικαστήριο, διέταξε την βίαια προσαγωγή τους. Οι στρατιώτες πήγαν στην λίμνη και συνέλαβαν κάμποσες βδέλλες,  όσες μπόρεσαν να βρουν, τις οποίες και οδήγησαν βιαίως (δεν καταγράφεται εάν ήσαν δεμένες ή φορούσαν χειροπέδες) ενώπιον του δικαστηρίου. Ο δικαστής, μετά την ακροαματική διαδικασία, καταδίκασε τις παρούσες βδέλλες σ ε θάνατο, διέταξε δε τις άλλες, οι οποίες δεν παρευρίσκονταν στο δικαστήριο, να εγκαταλείψουν αμέσως την λίμνη. Οι τελευταίες,  εάν δεν συμμορφώνονταν με το διατακτικό της απόφασης κινδύνευαν να υποστούν την θεϊκή κατάρα και την καταδίκη του εν λόγω δικαστηρίου. Τέλος, ο δικαστής διέταξε την άμεση εκτέλεση της ποινής των καταδικασθέντων παρόντων βδελλών.
Μερικά χρόνια μετά, το 1478, πάλι στην Βέρνη, ένα σμήνος εντόμων προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στις καλλιέργειες, πλήττοντας τους αγρότες της περιοχής. Τότε, ο Επίσκοπος Bernhard Schmid κάλεσε τα έντομα από τον άμβωνα να εγκαταλείψουν την περιοχή μέσα σε έξι ημέρες. 
Επειδή, όπως ήταν φυσικό, τα έντομα δεν υπάκουσαν στην ιερή εντολή, ο Επίσκοπος τα διέταξε να παρουσιαστούν ενώπιον του δικαστηρίου του Wifflisburg για να δικαστούν για τα εγκλήματά τους. Φυσικά, δεν είναι έκπληξη, ότι ούτε τότε εμφανίσθηκαν. 
Παρά ταύτα, το δικαστήριο ξεκίνησε την ακροαματική διαδικασία ερήμην των κατηγορουμένων εντόμων. Δικ ηγόρος τους ορίσθηκ ε ο Jean Perrodet του Frieburg, ο οποίος χρησιμοποίησε ένα απλό επιχείρημα για να υπερασπιστεί τους πελάτες του. Είπε λοιπόν ότι ο ίδιος ο Θεός δημιούργησε αυτά τα έντομα και γ ι’ αυτό έπρεπε να υπάρχουν και μάλιστα να τρέφονται από το χορτάρι και τους καρπούς της γης για να επιβιώνουν. Το δικαστήριο όμως υποστήριξε ότι αυτά τα έντομα δεν ήταν ζώα του Θεού, αλλά ένα λάθος, και αυτό αποδεικνύεται ότι δεν επιβιβάσθηκαν στην Κιβωτό του Νώε και αυτό για να μην διασωθούν. Άρα δεν ήσαν ζώα και πολύ ορθά τούς επιβλήθηκε η κατάρα του Επισκόπου ως ποινή.
Άλλες περιπτώσεις, που τώρα προκαλούν γέλωτα αλλά τότε αποτελούσαν επίδειξη ισχύος της παπικής εκκλησίας, ήσαν οι τρία παρακάτω. Ένα εκκλησιαστικό δικαστήριο στην Βασιλεία της Ελβετίας καταδίκασε το 1474 έναν κόκορα με την ποινή να καεί ζωντανός,  επειδή διέπραξε το ειδεχθές και παρά φύσιν έγκλημα να κάνει ένα αυγό. 
Επίσης, το 1559 εκδόθηκε στην Δρέσδη της Γερμανίας ένα διάταγμα με το οποίο έθετε σε απαγόρευση τα σπουργίτια, τα οποία με το συνεχές και σκανδαλώδες τιτίβισμά τους παρεμπόδιζαν κατά το κήρυγμα να ακουστεί ο λόγος του Θεού. Κατ’ αυτό τον τρόπο, τα συμπαθή πτηνά θεωρήθηκαν ένοχα και διατάχθηκε η εξόντωσή τους,  με αποτέλεσμα κυνηγοί να στήνουν παγίδες και να τα περιμένουν με τα όπλα τους έτοιμα για να τα κτυπήσουν. Τέλος, το 1666, ένα άλλο εκκλησιαστικό δικαστήριο, στην Βέρνη της Ελβετίας, αποφάνθηκε ότι πολύ σωστά επιβάλλονται ποινές
θανάτου στα βόδια, διότι το βόδι έχει δημιουργηθεί για τον άνθρωπο, κατά συνέπεια μπορεί και να θανατωθεί για τον άνθρωπο.
Αλλά στην σκληρή μεσαιωνικ ή Δύση δεν έλειπαν και τα περιστατικά ευσπλαχνίας για τα άμοιρα ζώα. Το 1565, στο Μονπελιέ της Γαλλίας, ένα μουλάρι καταδικάσθηκε να καεί στην πυρά επειδή ήταν ατίθασο και συνεχως τίναζε τα πόδια του και κλωτσούσε. Έτσι, το άτυχο τετράποδο παραδόθηκε στον δήμιο για την εκτέλεση της ποινής. Ο τελευταίος
όμως, πριν ρίξει το ζώο στην φωτιά, ίσως από υπερβολικό ζήλο, ίσως γ ια λόγους ευκολίας, έκοψε τα πόδια του μουλαριού και μετά εκτέλεσε την ποινή. Αυτή η πράξη του δημίου θεωρήθηκε αυθαίρετη και υπερβολικά σκληρή, ακόμη και για τα ήθη εκείνης της εποχ ής. Γι’ αυτό πολλοί ζήτησαν μεταρρυθμίσεις για την πάταξη τέτοιων απάνθρωπων περιστατικών, καλώντας συγχρόνως τους δικαστές να είναι περισσότερο προσεκτικοί στην επιλογή των δημίων.
Η αυθαιρεσία όμως των δημίων ήταν μάλλον συχνό φαινόμενο.  Για παράδειγμα, το 1576, στο Schweinfurt της Franconia, ένας χοίρος δάγκωσε το αυτί και έσχισε το χέρι του παιδιού ενός ξυλουργού. Ο χοίρος συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.  Ο
δήμιος όμως,  χωρίς την απόφαση κάποιου δικαστηρίου, 
πήρε τον χοίρο και τον κρέμασε για την αποτρόπαια πράξη
του. Η ενέργειά του όμως αυτή θεωρήθηκε σφετερισμός της δικαστικής εξουσίας, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος αυτός να αναγκασθε ί να φύγει από την περιοχή, χωρίς να τολμήσει ποτέ να επιστρέψει.
Τέλος, το 1906, στο Delemont της Ελβετίας, πραγματοποιήθηκε η τελευταία γνωστή δίκη ζώου.  Τότε, ένας άνδρας με τον γιό του και τον σκύλο τους λήστεψαν και φόνευσαν έναν άνθρωπο. Οι τρεις δολοφόνοι δικάσθηκαν και καταδικάσθηκαν· ο άνδρας και ο νέος με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, ο δε σκύλος με την ποινή του θανάτου.
Ο Edward Evans ήταν αυτός που πρώτος μελέτησε και κατέγραψε αναλυτ ικά αυτές τ ις δικαστικές περιπέτειες των ζώων.
Ο Αμερικανός συγγραφέας στο βιβλίο του «The Criminal Prosecution and Capital Punishment of Animals», το οποίο κυκλοφόρησ ε το 1906 και το οποίο μπορούμε να αναζητήσουμε στο internet, στην ιστοσελίδα http://www.archive.org/details/criminalprosecut00evaniala να το κατεβάσουμε σε pdf και να το διαβάσουμε, περιγράφει 191 δίκες με κατηγορουμένους ζώα.
Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει, τον 15ο αιώνα διεξήχθησαν 36 δίκες, 
τον 16ο αιώνα 57 και τον 17ο αιώνα 56 δίκες. 
Κλείνοντας,  πρέπει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω και άλλα τόσα περιστατικά συνέβησαν στην καθολική Δύση με τις ευλογίες της Ιερής Εξέτασης και της Παπικής Εκκλησίας, η οποία τα εκκόλαψε και τα θεσμοθέτησε.
Αντίθετα στην ορθόδοξη Ανατολή τέτοιες ακρότητες ουδέποτε αναφερθηκαν, ενώ κάποιες θρησκευτικες υπερβολές ήσαν μεμονωμένες και χωρίς την έγκριση της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης.
Εξάλλου, εκείνη την εποχή, όλη η Ανατολή στέναζε κάτω από το ξίφος βάρβαρων αλλοθρήσκων. 

Του Χρήστου Μιχαλόπουλου
Προέδρου Δικαστικών Επιμελητών Εφετείου Θράκης

Από το περιοδικό ΙΣΗΓΟΡΙΑ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...