Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Πρωτοσέλιδα εφημερίδων, 28 Οκτωβρίου 1940 και ο πρώτος νεκρός

Ήταν 28 Οκτωβρίου 1940. Ελληνοαλβανικά σύνορα. Ώρα 5η πρωινή. Η ιταλική σφαίρα βρίσκει τον στόχο της: Ο στρατιώτης Βασίλειος Τσιαβαλιάρης ήταν ο πρώτος πεσών του Ελληνικού Έπους.

Η σάλπιγγα έδινε το σύνθημα της μάχης ως ένα προσκλητήριο στον υπέρτατον αγώνα για την Ελευθερία. Πίσω από τά σκόπευτρα μέ τό δάκτυλο στην σκανδάλη οι φρουροί των προκεχωρημένων φυλακίων προσπαθούσαν να διαπεράσουν το σκοτάδι. Απέναντι σε απόσταση λίγων μέτρων, ο εχθρός μόλις είχε αρχίσει την επίθεσή του. Προτού ακόμη εκπνεύσει τό τελεσίγραφό τους, οι Ιταλοί είχαν εξαπολύσει τις ταξιαρχίες τους και οι πρώτες σφαίρες έσκιζαν την νυκτερινή σιωπή πάνω στα βουνά της Ηπείρου. Εκεί, στην γραμμή των συνόρων σε ένα απομεμακρυσμένο φυλάκιο, έπεφτε νεκρός ο πρώτος Έλληνας στρατιώτης, ο Βασίλειος Τσιαβαλιάρης. Ένας φαντάρος που έτυχε να κάνει την πρωινή σκοπιά. Χωρίς ποτέ να γίνει ήρωας, χωρίς ποτέ να βγεί από την ανωνυμία. Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι τελευταίες λέξεις του Έλληνα φαντάρου ήταν «τι θ’ απογίνουν τά παιδιά μου;».

Σήμερα στήν πατρίδα του Πιάλεια Τρικκάλων, κάθε χρόνο, γίνονται εκδηλώσεις μνήμης, καί βεβαίως τά παιδιά του δίδουν τό δικό τους «παρών»! Σέ ένα κεντρικό σημείο τής Πιαλείας δεσπόζει σήμερα, η προτομή του Βασιλείου Τσιαβαλιάρη. Στήν σκιά τού ανδριάντα, γυρίζει τό ρολόϊ τού χρόνου γιά τόν ξεχασμένο στρατιώτη του μετώπου. «Ήταν ο πρώτος νεκρός του πολέμου», λέει ο στρατηγός Ιωάννης Κακουδάκης, ο επί κεφαλής τής Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού. «Υπηρετούσε στο 21ο φυλάκιο τής Πίνδου στο 51 Σύνταγμα το οποίο είχε σχηματισθεί από Θεσσαλούς. Τα ιταλικά στρατεύματα είχαν προχωρήσει σε απόσταση αναπνοής από τά ελληνικά τμήματα προκαλύψεως. Στις 5 το πρωί ο Τσιαβαλιάρης είδε κάτι νά κινείται, φώναξε «άλτ, τίς εί» καί πυροβόλησε στον αέρα».
















madata.gr
Read more » Διαβάστε περισσότερα...
Read more »

"Να πεθάνουμε εμείς για να ζήσει η Ελλάδα"

Τρεις χιλιάδες χρόνια την ίδια δουλειά κάνουμε,σκοτωνόμαστε εμείς για να ζει η Ελλάδα και να προκόβει ο κόσμος με τα φώτα και τα παραδείγματα, που η Ελλάδα του δίνει. (Γ.Θεοτοκάς)

Η ΕΦΟΔΟΣ
ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ 1940
ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Η ΕΦΟΔΟΣ

Η χιονοθύελλα είχε κοπάσει… Κάτω από το θαμπό φως της χαραυγής, γονατιστός ο λοχαγός μου, ανιχνεύει τον ορίζοντα – ένα σύμπλεγμα από παράξενα δέντρα, χωράφια και δασωμένες χαράδρες. Στέκεται δίπλα μας βουβός, βυθισμένος στην έκσταση του ανθρώπου που προσμένει με ηρεμία την κρίσιμη στιγμή. Κάποτε, κοιτάζει το ρολόι του και σκύβοντας στο χαράκωμα λέει με σιγανή φωνή:

- Πέντε λεπτά…
Σε μια στιγμή αντήχησε η φωνή του λοχαγού:

- Έτοιμοι!
Ένα, δύο, τρία, δέκα δευτερόλεπτα. Ένας αιώνας ολόκληρος. Κι ύστερα ο λυτρωμός – ένα σφύριγμα μαζί με τον υπόκωφο κρότο μιας φωτοβολίδος. Ο πρώτος σαλπιγκτής πετάγεται όρθιος στο χαράκωμα. Μ’ αγκαλιάζει μέσα στον δραματικόν ίλιγγο της στιγμής και υψώνοντας κατόπιν τα χέρια προς τον ουρανό ψιθυρίζει:

- Επί τέλους! Έως εδώ…

Ύστερα ξέσπασε σ’ ένα τρελλό γέλιο και άρχισε να σαλπίζει μ’ έξαλλο πάθος:

- Προχωρείτε! προχωρείτε!

Αμίλητοι οι πολεμιστές τινάζονται έξω από τα χαρακώματα κι οι λόγχες θαρρείς πως σχίζουν ατσάλινα τείχη στη θυελλώδη έφοδό τους. Σ’ όλων τ’ αυτιά, αντηχεί η φωνή του λοχαγού:

- Εμπρός παιδιά! Για την Ελλάδα…

Οι οβίδες όργωναν το ύψωμα, όπου ήσαν γαντζωμένοι οι Ιταλοί… Η μία μετά την άλλη σαρώνονται οι αντιστάσεις του εχθρού. Σιλουέττες Ιταλών με υψωμένα τα χέρια προβάλλουν από όλα τα σημεία. Ο αιφνιδιασμός είχε πετύχει.

Ο λόχος μας, ορμά τώρα με τη λόγχη.

Σκαρφαλώνουμε στο ύψωμα. Οι φαντάροι πετούν, σαν κάποια υπεράνθρωπη δύναμη να του οδηγεί. Μαίνεται η μάχη. Μια συναρπαστική αγριότητα ξεχειλίζει όλες τις  ψυχές. Οι Ιταλοί που απέμειναν από το μακελειό στα οχυρωμένα πολυβολεία, αμύνονται ακόμη…

Πάνω στην αντάρα της μάχης, ο σαλπιγκτής σημαίνει αδιάκοπα έφοδο κι ύστερα τρέχει σαν αλαφιασμένος πάνω στην κορυφή του υψώματος…

Ήρθαν κατόπιν οι παράξενες στιγμές των οραματισμών που ακολουθούν συνήθως τις μάχες. Σ’ αυτό το ελάχιστο διάστημα ύστερ’ από τα ουρλιάσματα των τηλεβόλων και τη φρίκη της σφαγής, άρχισαν να φτάνουν τώρα στ’ αυτιά, τα κελαϊδίσματα των πουλιών, που σπάθιζαν πάλι τον αέρα, σαν κάποια θύελλα να είχε περάσει…

Τώρα κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον. Είναι η ώρα που ο άνθρωπος βλέπει τον διπλανό του σαν κάτι το μοναδικό που υπάρχει στον κόσμο. Ούτε μάνα ούτε αδέρφια ούτε γυναίκα δεν συγκεντρώνει τόσο την πιο ευλαβική στοργή.

Άρχισαν κι όλας οι πρώτες αφηγήσεις. Άλλοι άναβαν ένα τσιγάρο, ξαπλωμένοι δίπλα στους νεκρούς. Μπροστά μας, τραυματίες βογγούσαν ακόμη. Πιο εκεί, χλωμοί με άθλιο ηθικό, κουρέλια ανθρώπινα, οι αιχμάλωτοι μας αντίκρυζαν με το ύφος του πλανεμένου, που ζητάει κατανόηση και συγγνώμη… Κάποιος τους δίνει ένα τσιγάρο, άλλος τους προσφέρει λίγο ψωμί. Κόβουν πολλοί το δικό τους νερό και το προσφέρουν στα διψασμένα χείλη τών τραυματιών. Μιλάει η άγια ελληνική ψυχή- το ανυπέρβλητο μεγαλείο μιας φυλής, που γνωρίζει να σβήνει το πάθος και στη θέση του να σκορπίζει τον πόνο. Οι νικηταί έδιναν ιπποτικά το χέρι στον εξουθενωμένο αντίπαλο.

Σε μια στιγμή πλησιάζει ο λοχαγός. Έχει ακόμη την ίδια γαλήνη, όπως πριν από τη μάχη. Καλεί τον σαλπιγκτή. Η φωνή του αντηχεί στο ύψωμα, σαν θλιμμένη, σαν να πνίγεται σε κάποια τραγική προαίσθηση. Μα πουθενά δεν φαίνεται ο σαλπιγκτής. Ο λόχος συγκεντρώνεται πρόχειρα στην ανατολική πλαγιά του υψώματος κάτω από πανύψηλα δέντρα. Ωρύεται ακόμη ο λοχαγός.

- Σαλπιγκτής! Προσκλητήριο…

Ξάφνου ένας αιμόφυρτος στρατιώτης πρόβαλε μέσα απ’ το κοίλωμα ενός ορύγματος. Βαδίζει τρικλίζοντας και καθώς το αίμα έτρεχε ποτάμι απ’ το μέτωπό του και απ’ τα στήθη του, έφερε τη σάλπιγγα στα χείλη του…Το προσκλητήριο όμως είχε αρχίσει. Ο επιλοχίας εκφωνούσε βιαστικά τα ονόματα. Επτά απόντες. Νεκροί…Κι ο κατάλογος προχωρεί.

- Σαμπατάς Θεόδωρος…
Ο σαλπιγκτής! Τον αντικρύζουμε βουβοί. Κι ύστερα τον είδαμε να υψώνει τη σάλπιγγα σημαίνοντας έφοδο κι αμέσως κατόπιν τον Εθνικό Ύμνο! Οι ήχοι έβγαιναν μαζί με την ψυχή του. Όλοι στεκόμασταν ακίνητοι κι εκστατικοί μπροστά στη φριχτή μεγαλοπρέπεια της στιγμής. Δεν είχαμε ξανακούσει πιο παράξενη, πιο συγκλονιστική μελωδία, έτσι καθώς οι ήχοι ανέβαιναν από τα πληγωμένα στήθη του σαν ύμνοι αγγέλων… Δευτερόλεπτα πέρασαν. Κι ο σαλπιγκτής, κρατώντας σφιχτά στο χέρι τη σάλπιγγα, σωριάστηκε καταγής. Μόλις είχε προλάβει να προφέρει:

-Πα…ρών!
Το προσκλητήριο των νεκρών είχε τελειώσει…

                         (Τάκης Ε. Παπαγιαννόπουλος)



ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ 1940

«…Ανήμερα της Παναγίας, Αυγούστου 15, ο λαός των βουνών και των ψαράδων της Ελλάδας, πήγε με πολλά καράβια να προσκυνήσει τη μητέρα του Θεού σ’ ένα νησί στο Αρχιπέλαγο. Ήταν συνήθεια σαν τέτοια μέρα να πηγαίνει στο νησί μαζί με τα καράβια κι ένα πολεμικό. Έφτασε στο νησί το πολεμικό καράβι, έριξε άγκυρα και στάρισε τις παντιέρες του. Τότες ο κακός γείτονας που ήθελε να βάλει σε μπελά τους Έλληνες, κρυμμένος μες τη θάλασσα, έριξε τορπίλα και βούλιαξε το πολεμικό, σκότωσε κάμποσους κι απ’ τους ναύτες. Έριξε και στα καράβια των προσκυνητάδων, και πολύς θρήνος θα γινόταν ανάμεσα σε γυναίκες και παιδιά, αν δεν τύχαινε ένας μώλος του λιμανιού, όπου πήγαν και σκάσανε οι τορπίλες.

Τότες ο λαός των Ελλήνων θύμωσε, θύμωσε κι η Παναγία. Όμως είπαν, ας κάμουμε πως δε βλέπουμε, να μείνουμε σε ειρήνη.[...]

-Ε! λέγανε οι ξένοι άνθρωποι που βλέπανε τα γινόμενα, τί θα κάμη τόσο μικρός λαός με τόσον μεγάλο γείτονα; θα γονατίση σε μια μέρα!

Μα ο λαός πίστευε πως θα τον βοηθήση η προσβλημένη Παναγία.

- Καλά, περιμένετε να δήτε. Περιμένετε υστέρα από ένα μήνα, τα εισόδια της Θεοτόκου!

Οι μητέρες στέλναν τους γιους τους να πολεμήσουμε και λέγαν:

- Να μη γυρίσετε αν δεν ρίξετε τον αντίχριστο στη θάλασσα.

Οι εκκλησίες δώσανε τα αναθήματα των πιστών, χρυσά καραβάκια και αγγέλους και ασημένια χέρια, κι οι γραμματικοί που γράφανε πριν βιβλία για τα δεινά του πολέμου, στείλανε μήνυμα στις άλλες χώρες και είπανε πως τέτοιο άδικο δεν ξαναστάθηκε, λοιπόν θα υπερασπίσουμε τη γης μας και την ελευθερία μας.

Πέρασε μια μέρα και οι βάρβαροι που λέγαν πως με τα φουσάτα τους θα πατήσουν τη χώρα, δεν μπόρεσαν να μπουν. Πέρασε κι άλλη μέρα και πάλι δεν μπόρεσαν, επειδή στα περάσματα των βουνών είχαν φτάσει οι Έλληνες και τους πολεμούσαν. Πέρασαν έτσι πολλές μέρες, ο λαός έβλεπε οράματα με αρχαγγέλους και μαυροντυμένες γυναίκες, κι έλεγε ο ένας στον άλλο: ‘Περιμένετε τα εισόδια της Θεοτόκου’. Και όταν ξημέρωσε η μέρα αυτή, μεγάλη χαρά ήρθε στους Έλληνες. Ήρθε μήνυμα πως οι βοσκοί και οι ψαράδες που ξεσηκώθηκαν να σταματήσουν τους βαρβάρους, τους κυνήγησαν μες τη χώρα τους και τους πήραν πολλά λάφυρα, άρματα και φυσέκια, και μια μεγάλη πολιτεία, την Κορυτσά. Τα γυναικόπαιδα κουβαλούσαν στους πολεμιστές βόλια και θροφές και κατρακυλούσαν πάνω στους οχτρούς πέτρες και τους σκότωναν. Όσοι οχτροί γλύτωσαν, πήραν τ’ άγρια βουνά και τους φάγανε οι λύκοι.

Τότε έγινε μεγάλος εορτασμός στη χώρα των Ελλήνων. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν χαρμόσυνα τρεις μέρες, και τα σπίτια βάλανε σημαίες, και ο Αρχιεπίσκοπος φόρεσε άμφια καμωμένα με ασήμι, και γύρω του έβαλε μαυροφορεμένους αρχιμανδρίτες και δοξάσανε το Θεό. Ο λαός έψελνε «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ», και οι γυναίκες κλάψανε σιωπηλά όταν μνημόνεψαν τους σκοτωμένους πολεμιστές…».

Ηλίας Βενέζης, Χρονικό του 1940, στον τόμο «28 Οκτωβρίου 1940», Εκδ. Ευθύνη.


ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Μετά από μία μάχη στο μέτωπο μεταφέρουν στην ελληνίδα νοσοκόμα δύο πληγωμένους, έναν Έλληνα στρατιώτη κι έναν Ιταλό αιχμάλωτο. “Θα φέρουμε πρώτα τον δικό μας”, της δηλώνει ο στρατιώτης. “Να φέρετε πρώτα εκείνον που είναι πιο σοβαρά”. Σε λίγο έχει μπροστά της και περιθάλπει τον Ιταλό αιχμάλωτο. Σύντομα ζητά να φέρουν μέσα και τον Έλληνα τραυματία. Εκείνος όμως είναι ήδη νεκρός.  Πλησιάζει στο φορείο. Ο νεκρός φαντάρος είναι ο αδελφός της. “Έκανες το χρέος σου”, της είπε αργότερα ο πνευματικός της. Η ελληνίδα νοσοκόμα είχε σώσει έναν εχθρό.


Πλησιάσαμε τον στρατιώτη που κατέβαινε από τη γραμμή της φωτιάς τυφλωμένος από θραύσματα ατομικού όλμου, να τον παρηγορήσουμε, ότι η επιστήμη θα του ξανάδινε γρήγορα το φως του. Μας απάντησε: «Δεν με νοιάζει να μην ξαναδώ ποτές πια! Με φτάνει που τους είδα να φεύγουν»!


Είδαμε, ανάμεσα στους πρώτους κρυοπαγημένους, σε Νοσοκομείο της Αθήνας, τα σβησμένα μάτια του ανθυπολοχαγού να βουρκώνουν στο τραγούδι της Σοφίας Βέμπο. Κι όταν εκείνη έκανε να του σκουπίσει τα δάκρυα, της είπε: «Δεν κλαίω που έχασα τα μάτια μου. Κλαίω που δεν έχω άλλα δύο, να τα δώσω κι αυτά για την Πατρίδα»!


Είδαμε κι άλλο παλληκάρι, που έχασε το πόδι του. Η γυναίκα του ξέσπασε σε κλάματα βλέποντάς τον ακρωτηριασμένο. Εκείνος περίμενε ήρεμα κ ιύστερα της είπε ήσυχα και μετρημένα: «Τώρα κλαις για ένα κομμάτι πόδι και δεν συλλογίζεσαι πως αλλιώς θα ’κλαιγες για την λευτεριά σου».






agonistes.gr
Read more » Διαβάστε περισσότερα...
Read more »

Ήταν 28 Οκτωβρίου 1940...

Τα χαράματα της Δευτέρας 28 Οκτωβρίου και συγκεκριμένα στις 3 το πρωί, ο πρέσβης της Ιταλίας Εμανουέλε Γκράτσι επιδίδει τελεσίγραφο στον Ιωάννη Μεταξά, με το οποίο του γνωστοποιεί την πρόθεση της Ιταλίας να καταλάβει θέσεις εντός της ελληνικής επικράτειας, συνοδευόμενο από τη δήλωση ότι, αν η Ελλάδα δεν συμμορφωθεί εντός 3 ωρών, ο ιταλικός στρατός θα εισβάλλει στο ελληνικό έδαφος. Η απάντηση του έλληνα πρωθυπουργού (Alors,c’est la guerre: Λοιπόν έχουμε πόλεμο), που έμεινε στην ιστορία ως το ΟΧΙ του Μεταξά, εξέφρασε τη θέληση του ελληνικού λαού να μην υποταχθεί.



Αμέσως μετά ο Ιωάννης Μεταξάς επικοινώνησε τηλεφωνικά και ενημέρωσε τον βασιλιά, τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού αντιστράτηγο Παπάγο και τον Αρχηγό του Ναυτικού Επιτελείου ναύαρχο Σακελλαρίου. Επίσης, τηλεφώνησε και κάλεσε στο σπίτι του τον Άγγλο Πρέσβη Πάλλερετ.
Το ελληνικό στρατηγείο στήνεται στα υπόγεια της Μεγάλης Βρετάνιας και εκεί είχαν συγκεντρωθεί πολιτειακοί και πολιτικοί παράγοντες.

Το τελεσίγραφο των Ιταλών έχει ήδη εκπνεύσει. Έχει πλέον φθάσει η 7η πρωινή της Δευτέρας, 28 Οκτωβρίου 1940. Εντεταλμένοι υπάλληλοι της Διοικήσεως Πρωτευούσης συνοδευόμενοι από αστυφύλακες χτυπούσαν δαιμονισμένα τις σειρήνες. Ειδοποιούσαν τους Αθηναίους και τις Αθηναίες για τα συμβάντα. Ο κόσμος βρέθηκε στους δρόμους, όπου έμαθε στόμα με στόμα ή μέσω των εφημερίδων τι προηγήθηκε τη νύχτα.




enikos.gr
Read more » Διαβάστε περισσότερα...
Read more »

Ενώ πλησίαζε η 28η Οκτωβρίου 1940

ΣΤΙΣ 22 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 ο υπουργός των εξωτερικών της Ιταλίας κόμης Τσιάνο, έγραφε στο ημερολόγιο του:


«Ο Ντούτσε επανέρχεται. Συνέταξε μια επιστολή δια τον Χίτλερ επί της γενικής καταστάσεως. Υπαινίσσεται επίσης εις αυτήν την επικειμένην ενέργεια μας εις την Ελλάδα, αλλά δεν καθορίζει ούτε την μορφήν ούτε την ημερομηνίαν, διότι φο βείται μήπως τον σταματήσουν δια μίαν ακόμη φοράν. Πολλαί ενδείξεις μας κά­νουν να πιστεύσουμε ότι εις το Βερολίνον δεν βλέπουν με πολύ ενθουσιασμό την πορεία μας προς Αθήνας. Η ορισθείσα τώρα ημερομηνία είναι η 28η Οκτωβρί ου... Αρχίζω να συντάσσω το τελεσίγρα φο, το οποίον ο Γκράτσι θα επιδώσει εις τον Μεταξά εις τας 2 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου. Φυσικά είναι ένα κείμενον το οποίον δεν αφήνει διέξοδον εις την Ελλάδα. Ή θα δεχθεί κατάληψιν ή θα υποστεί επίθεση...».


Η ημερομηνία της εισβολής στην Ελλάδα αναβλήθηκε από την 26η στην 28η Οκτωβρίου 1940, κατόπιν επιμονής του Γενικού Επιτελείου Στρατού.


Την ίδια μέρα (22 Οκτωβρίου) ο Τσιά νο έστειλε προς τον τοποτηρητή της Αλβανίας Γιακομόνι το ακόλουθο σήμα:


«Ημερομηνία ωρίσθη η 28η Οκτωβρίου. Ανάγκη όπως μεταθέσητε δια την 26ην τα ορισθέντα επεισόδια...». Και ο Γιακομόνι την επομένη ανακοίνωσε στον Μπενίνι υφυπουργό επί των Αλβανικών υποθέσεων, ότι αποφάσισε όπως: την εσπέρα της 25ης Οκτωβρίου εκραγεί βόμ βα στο λιμάνι της Αυλώνος, την πρωία της 26ης γίνει εικονική επίθεση εναντίον Ιταλικού συνοριακού Φυλακίου στην περιοχή Κορυτσάς και την αυγή της 27ης ρι φθούν προκηρύξεις στο αλβανικό έδαφος από υποτιθέμενο Ελληνικό η αγγλικό αε ροπλάνο.


Στις 23 Οκτωβρίου 1940 ο Έλληνας Πρεσβευτής στην Ρώμη, θαυμάσια πληρο­φορημένος τηλεγραφούσε στην Ελληνι κή κυβέρνηση ότι: «κατά πληροφορίες στρατιωτικής πηγής, η εναντίον της Ελλάδος ενέργεια έχει προσδιορισθεί για τις 25 έως 28 Οκτωβρίου...».


Στο μεταξύ ο Πρεσβευτής στην Αθήνα της Ιταλίας Γκράτσι, με τις οδηγίες της κυβερνήσεως του, έπαιζε το τελευταίο και γραφικώτερο μέρος του ρόλου του:


Με την ευκαιρία που στην Αθήνα το Εθνικό Θέατρο, ως νεοσύστατη «Λυρική Σκηνή», ανέβαζε το μελόδραμα του Τζάκομο Πουτσίνι «Μαντάμ Μπατερφλάυ», είχε προτείνει να κληθεί ο υιός του διασή μου συνθέτη για να παρακολουθήσει την πρώτη επίσημη παράσταση. Θα ήταν μια ευκαιρία να αναθερμανθούν οι σχέσεις των δύο λαών στο καλλιτεχνικό και κοι νωνικό τομέα, γιατί η Ιταλική Πρεσβεία θα έδινε την επομένη μία δεξίωση όπου θα καλούσε την γνωστή Αθηναϊκή κοινω νία. Θα ήταν «μεγίστη τιμή» αν στην δε ξίωση αυτή δεχόταν να προσέλθει και ο Πρωθυπουργός...


Ο Ιωάννης Μεταξάς συμφώνησε -ίσως για να εξαντλήσει έτσι όλες τις δυνα­τότητες - και γι’ αυτό είπε: «Έστω... ας έλθει ο κύριος Πουτσίνι. Ας δοθεί η εορ­τή. Αλλά να ξέρει ο κ. Γκράτσι ότι εγώ δεν θα παραστώ. Ούτε η κυβέρνησις...». Και εξηγούσε κάτω από ποιες συνθήκες μπορούσε η Ιταλία, αν ήθελε να αποκατα­σταθούν οι σχέσεις.


Ο Αντώνιος Πουτσίνι συνοδευόμε νος από την γυναίκα του ήρθε. Στον σταθμό Λαρίσης τον υποδέχθηκε η Διοί κηση του Εθνικού Θεάτρου και ανώτερα στελέχη του. Η παράσταση της «Μαντάμ Μπατερφλάυ» δόθηκε στο Εθνικό Θέα τρο το βράδυ της 25ης Οκτωβρίου 1940 με πολλή επισημότητα και επιτυχία, παρά την παγερή ατμόσφαιρα που είχε δημι ουργηθεί από τα προηγηθέντα γεγονότα.


Η δεξίωση στην Ιταλική Πρεσβεία έγινε την νύκτα της 26ης προς 27η Οκτω βρίου 1940. Πάνω στο μεγάλο τραπέζι είχαν τοποθετηθεί μικρές σημαίες των δύο κρατών. Την ίδια ώρα πίσω από τους σκο τεινούς διαδρόμους της Πρεσβείας, μέσα στα γραφεία της οι δύο γραμματείς απο κρυπτογραφούσαν το τελεσίγραφο προς την Ελλάδα, που έφθανε με δόσεις, με τρόπο πρωθύστερο, σε τέσσερα μακρο­σκελή τηλεγραφήματα. Ο Γκράτσι ειδο ποιημένος να το περιμένει με προηγούμε νο τηλεγράφημα από το πρωί˙ ήταν νευρι κός και ανήσυχος. Πολλαπλασίαζε τις πε­ριποιήσεις του στους καλεσμένους, σερ βίριζε μόνος του τις κυρίες, μερικές όμως στιγμές στεκόταν σαν απορροφημένος σε σκέψεις και είχε τότε βλέμματα ακατανόη τα για τους εκεί Έλληνες. Νόμιζε ότι η εισβολή θα άρχιζε την ίδια εκείνη νύκτα και ότι θα αναγκάζονταν να διακόψει την δεξίωση του. Μόνον όταν τις πρωινές ώρες έφυγαν και οι τελευταίοι προσκε κλημένοι και τα τηλεγραφήματα μπήκαν στην κανονική τους σειρά, μόνο τότε πληροφορήθηκε δτι η επίθεση θα γίνον ταν τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου. Το τελεσίγραφο αυτό έπρεπε να το επιδώσει, δίχως προειδοποίηση στον Έλληνα πρω θυπουργό στις 3 το πρωί (2 ώρα Ιταλίας).


Στις 27 Οκτωβρίου το βράδυ ο κόμης Τσιάνο ανακοίνωσε επίσημα στον Πρε σβευτή της Γερμανίας στην Ρώμη Όττο Φόν Μπίσμπαρη ότι αύριο και ώρα 3η πρωϊνή, η Ιταλία θα επέδιδε προς την Ελλάδα ρηματική διακοίνωση και ότι οπωσδήποτε την 6η πρωϊνή τα Ιταλικά στρατεύματα θα εισέβαλαν στην Ελλάδα


Στο μεταξύ με την πρωτοβουλία του υπουργού των εξωτερικών της Γερμανίας Φόν Ρίμπεντρομπ, είχε ορισθεί από την 25η Οκτωβρίου, συνάντηση του Χίτλερ και του Μουσσολίνι στην Φλωρεντία το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940.


Τις δύο αυτές τραγικές μέρες ο Πρωθυ πουργός της Ελλάδος Ιωάννης Μεταξάς, έγραφε στο προσωπικό του ημερολόγιο:


• Σάββατο 26 Οκτωβρίου


«Ούτε σήμερα επίθεσις. Ενισχύεται η χθεσινή μου γνώμη. Πανταχόθεν ειδή σεις ησυχίας για Ελλάδα. Αλλά Ισπα νία; Γαλλία;...»


• Κυριακή 27 Οκτωβρίου


«Τι νύκτα! Κατά τας 2 το πρωί (26ης προς 27η Οκτωβρίου) Νικολούδης (υπουργός τύπου) τηλεφωνεί καταγγελίαν εναντίον μας Στεφάνι (Ιταλικό πρακτο ρείο Ειδήσεων) ότι Ελληνική συμμορία εισήλθεν εις Αλβανικό ν έδαφος, συνεπλάκη κ.λ.π. Συνδυάζων πληροφορίας και φήμας και ημερομηνίας (25 έως 28 Οκτωβρίου) απέκτησα πεποίθησιν ότι πρόκειται περί σκηνοθεσίας δι' επικειμένην αύριον ίσως επίθεσιν. Νικολούδης σπίτι μου. Συνεννόησις κ.λ.π. με Παπάγο (Αρχηγός Γενικού Επιτελείου Στρατού) και σύνορα. Τέλος έως 4 π. μ. δημοσίευσις ανακοινω θέντων Αθηναϊκού Πρακτορείου δια ψεύσεων...».


Αυτά έγραφε στο ημερολόγιο του, τις δύο τραγικές αυτές μέρες του Οκτωβρίου, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος Ιωάννης Μεταξάς, ενώ έδιδε τις τελευταίες οδηγίες του προς τον Στρατηγό Αλέξανδρο Πα πάγο, για την αντιμετώπιση της αναμενό­μενης από στιγμής σε στιγμή Ιταλικής εισβολής και την υπεράσπιση του πατρίου εδάφους από τον Ελληνικό Στρατό.






Από το περιοδικό ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ (τεύχος 226-227- έτος 1991)

pentapostagma.gr
Read more » Διαβάστε περισσότερα...
Read more »
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...