Τρεις χιλιάδες χρόνια την ίδια δουλειά κάνουμε,σκοτωνόμαστε εμείς για να ζει η Ελλάδα και να προκόβει ο κόσμος με τα φώτα και τα παραδείγματα, που η Ελλάδα του δίνει. (Γ.Θεοτοκάς)
Η ΕΦΟΔΟΣ
ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ 1940
ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Η ΕΦΟΔΟΣ
Η χιονοθύελλα είχε κοπάσει… Κάτω από το θαμπό φως της χαραυγής, γονατιστός ο λοχαγός μου, ανιχνεύει τον ορίζοντα – ένα σύμπλεγμα από παράξενα δέντρα, χωράφια και δασωμένες χαράδρες. Στέκεται δίπλα μας βουβός, βυθισμένος στην έκσταση του ανθρώπου που προσμένει με ηρεμία την κρίσιμη στιγμή. Κάποτε, κοιτάζει το ρολόι του και σκύβοντας στο χαράκωμα λέει με σιγανή φωνή:
- Πέντε λεπτά…
Σε μια στιγμή αντήχησε η φωνή του λοχαγού:
- Έτοιμοι!
Ένα, δύο, τρία, δέκα δευτερόλεπτα. Ένας αιώνας ολόκληρος. Κι ύστερα ο λυτρωμός – ένα σφύριγμα μαζί με τον υπόκωφο κρότο μιας φωτοβολίδος. Ο πρώτος σαλπιγκτής πετάγεται όρθιος στο χαράκωμα. Μ’ αγκαλιάζει μέσα στον δραματικόν ίλιγγο της στιγμής και υψώνοντας κατόπιν τα χέρια προς τον ουρανό ψιθυρίζει:
- Επί τέλους! Έως εδώ…
Ύστερα ξέσπασε σ’ ένα τρελλό γέλιο και άρχισε να σαλπίζει μ’ έξαλλο πάθος:
- Προχωρείτε! προχωρείτε!
Αμίλητοι οι πολεμιστές τινάζονται έξω από τα χαρακώματα κι οι λόγχες θαρρείς πως σχίζουν ατσάλινα τείχη στη θυελλώδη έφοδό τους. Σ’ όλων τ’ αυτιά, αντηχεί η φωνή του λοχαγού:
- Εμπρός παιδιά! Για την Ελλάδα…
Οι οβίδες όργωναν το ύψωμα, όπου ήσαν γαντζωμένοι οι Ιταλοί… Η μία μετά την άλλη σαρώνονται οι αντιστάσεις του εχθρού. Σιλουέττες Ιταλών με υψωμένα τα χέρια προβάλλουν από όλα τα σημεία. Ο αιφνιδιασμός είχε πετύχει.
Ο λόχος μας, ορμά τώρα με τη λόγχη.
Σκαρφαλώνουμε στο ύψωμα. Οι φαντάροι πετούν, σαν κάποια υπεράνθρωπη δύναμη να του οδηγεί. Μαίνεται η μάχη. Μια συναρπαστική αγριότητα ξεχειλίζει όλες τις ψυχές. Οι Ιταλοί που απέμειναν από το μακελειό στα οχυρωμένα πολυβολεία, αμύνονται ακόμη…
Πάνω στην αντάρα της μάχης, ο σαλπιγκτής σημαίνει αδιάκοπα έφοδο κι ύστερα τρέχει σαν αλαφιασμένος πάνω στην κορυφή του υψώματος…
Ήρθαν κατόπιν οι παράξενες στιγμές των οραματισμών που ακολουθούν συνήθως τις μάχες. Σ’ αυτό το ελάχιστο διάστημα ύστερ’ από τα ουρλιάσματα των τηλεβόλων και τη φρίκη της σφαγής, άρχισαν να φτάνουν τώρα στ’ αυτιά, τα κελαϊδίσματα των πουλιών, που σπάθιζαν πάλι τον αέρα, σαν κάποια θύελλα να είχε περάσει…
Τώρα κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον. Είναι η ώρα που ο άνθρωπος βλέπει τον διπλανό του σαν κάτι το μοναδικό που υπάρχει στον κόσμο. Ούτε μάνα ούτε αδέρφια ούτε γυναίκα δεν συγκεντρώνει τόσο την πιο ευλαβική στοργή.
Άρχισαν κι όλας οι πρώτες αφηγήσεις. Άλλοι άναβαν ένα τσιγάρο, ξαπλωμένοι δίπλα στους νεκρούς. Μπροστά μας, τραυματίες βογγούσαν ακόμη. Πιο εκεί, χλωμοί με άθλιο ηθικό, κουρέλια ανθρώπινα, οι αιχμάλωτοι μας αντίκρυζαν με το ύφος του πλανεμένου, που ζητάει κατανόηση και συγγνώμη… Κάποιος τους δίνει ένα τσιγάρο, άλλος τους προσφέρει λίγο ψωμί. Κόβουν πολλοί το δικό τους νερό και το προσφέρουν στα διψασμένα χείλη τών τραυματιών. Μιλάει η άγια ελληνική ψυχή- το ανυπέρβλητο μεγαλείο μιας φυλής, που γνωρίζει να σβήνει το πάθος και στη θέση του να σκορπίζει τον πόνο. Οι νικηταί έδιναν ιπποτικά το χέρι στον εξουθενωμένο αντίπαλο.
Σε μια στιγμή πλησιάζει ο λοχαγός. Έχει ακόμη την ίδια γαλήνη, όπως πριν από τη μάχη. Καλεί τον σαλπιγκτή. Η φωνή του αντηχεί στο ύψωμα, σαν θλιμμένη, σαν να πνίγεται σε κάποια τραγική προαίσθηση. Μα πουθενά δεν φαίνεται ο σαλπιγκτής. Ο λόχος συγκεντρώνεται πρόχειρα στην ανατολική πλαγιά του υψώματος κάτω από πανύψηλα δέντρα. Ωρύεται ακόμη ο λοχαγός.
- Σαλπιγκτής! Προσκλητήριο…
Ξάφνου ένας αιμόφυρτος στρατιώτης πρόβαλε μέσα απ’ το κοίλωμα ενός ορύγματος. Βαδίζει τρικλίζοντας και καθώς το αίμα έτρεχε ποτάμι απ’ το μέτωπό του και απ’ τα στήθη του, έφερε τη σάλπιγγα στα χείλη του…Το προσκλητήριο όμως είχε αρχίσει. Ο επιλοχίας εκφωνούσε βιαστικά τα ονόματα. Επτά απόντες. Νεκροί…Κι ο κατάλογος προχωρεί.
- Σαμπατάς Θεόδωρος…
Ο σαλπιγκτής! Τον αντικρύζουμε βουβοί. Κι ύστερα τον είδαμε να υψώνει τη σάλπιγγα σημαίνοντας έφοδο κι αμέσως κατόπιν τον Εθνικό Ύμνο! Οι ήχοι έβγαιναν μαζί με την ψυχή του. Όλοι στεκόμασταν ακίνητοι κι εκστατικοί μπροστά στη φριχτή μεγαλοπρέπεια της στιγμής. Δεν είχαμε ξανακούσει πιο παράξενη, πιο συγκλονιστική μελωδία, έτσι καθώς οι ήχοι ανέβαιναν από τα πληγωμένα στήθη του σαν ύμνοι αγγέλων… Δευτερόλεπτα πέρασαν. Κι ο σαλπιγκτής, κρατώντας σφιχτά στο χέρι τη σάλπιγγα, σωριάστηκε καταγής. Μόλις είχε προλάβει να προφέρει:
-Πα…ρών!
Το προσκλητήριο των νεκρών είχε τελειώσει…
(Τάκης Ε. Παπαγιαννόπουλος)
ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ 1940
«…Ανήμερα της Παναγίας, Αυγούστου 15, ο λαός των βουνών και των ψαράδων της Ελλάδας, πήγε με πολλά καράβια να προσκυνήσει τη μητέρα του Θεού σ’ ένα νησί στο Αρχιπέλαγο. Ήταν συνήθεια σαν τέτοια μέρα να πηγαίνει στο νησί μαζί με τα καράβια κι ένα πολεμικό. Έφτασε στο νησί το πολεμικό καράβι, έριξε άγκυρα και στάρισε τις παντιέρες του. Τότες ο κακός γείτονας που ήθελε να βάλει σε μπελά τους Έλληνες, κρυμμένος μες τη θάλασσα, έριξε τορπίλα και βούλιαξε το πολεμικό, σκότωσε κάμποσους κι απ’ τους ναύτες. Έριξε και στα καράβια των προσκυνητάδων, και πολύς θρήνος θα γινόταν ανάμεσα σε γυναίκες και παιδιά, αν δεν τύχαινε ένας μώλος του λιμανιού, όπου πήγαν και σκάσανε οι τορπίλες.
Τότες ο λαός των Ελλήνων θύμωσε, θύμωσε κι η Παναγία. Όμως είπαν, ας κάμουμε πως δε βλέπουμε, να μείνουμε σε ειρήνη.[...]
-Ε! λέγανε οι ξένοι άνθρωποι που βλέπανε τα γινόμενα, τί θα κάμη τόσο μικρός λαός με τόσον μεγάλο γείτονα; θα γονατίση σε μια μέρα!
Μα ο λαός πίστευε πως θα τον βοηθήση η προσβλημένη Παναγία.
- Καλά, περιμένετε να δήτε. Περιμένετε υστέρα από ένα μήνα, τα εισόδια της Θεοτόκου!
Οι μητέρες στέλναν τους γιους τους να πολεμήσουμε και λέγαν:
- Να μη γυρίσετε αν δεν ρίξετε τον αντίχριστο στη θάλασσα.
Οι εκκλησίες δώσανε τα αναθήματα των πιστών, χρυσά καραβάκια και αγγέλους και ασημένια χέρια, κι οι γραμματικοί που γράφανε πριν βιβλία για τα δεινά του πολέμου, στείλανε μήνυμα στις άλλες χώρες και είπανε πως τέτοιο άδικο δεν ξαναστάθηκε, λοιπόν θα υπερασπίσουμε τη γης μας και την ελευθερία μας.
Πέρασε μια μέρα και οι βάρβαροι που λέγαν πως με τα φουσάτα τους θα πατήσουν τη χώρα, δεν μπόρεσαν να μπουν. Πέρασε κι άλλη μέρα και πάλι δεν μπόρεσαν, επειδή στα περάσματα των βουνών είχαν φτάσει οι Έλληνες και τους πολεμούσαν. Πέρασαν έτσι πολλές μέρες, ο λαός έβλεπε οράματα με αρχαγγέλους και μαυροντυμένες γυναίκες, κι έλεγε ο ένας στον άλλο: ‘Περιμένετε τα εισόδια της Θεοτόκου’. Και όταν ξημέρωσε η μέρα αυτή, μεγάλη χαρά ήρθε στους Έλληνες. Ήρθε μήνυμα πως οι βοσκοί και οι ψαράδες που ξεσηκώθηκαν να σταματήσουν τους βαρβάρους, τους κυνήγησαν μες τη χώρα τους και τους πήραν πολλά λάφυρα, άρματα και φυσέκια, και μια μεγάλη πολιτεία, την Κορυτσά. Τα γυναικόπαιδα κουβαλούσαν στους πολεμιστές βόλια και θροφές και κατρακυλούσαν πάνω στους οχτρούς πέτρες και τους σκότωναν. Όσοι οχτροί γλύτωσαν, πήραν τ’ άγρια βουνά και τους φάγανε οι λύκοι.
Τότε έγινε μεγάλος εορτασμός στη χώρα των Ελλήνων. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν χαρμόσυνα τρεις μέρες, και τα σπίτια βάλανε σημαίες, και ο Αρχιεπίσκοπος φόρεσε άμφια καμωμένα με ασήμι, και γύρω του έβαλε μαυροφορεμένους αρχιμανδρίτες και δοξάσανε το Θεό. Ο λαός έψελνε «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ», και οι γυναίκες κλάψανε σιωπηλά όταν μνημόνεψαν τους σκοτωμένους πολεμιστές…».
Ηλίας Βενέζης, Χρονικό του 1940, στον τόμο «28 Οκτωβρίου 1940», Εκδ. Ευθύνη.
ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Μετά από μία μάχη στο μέτωπο μεταφέρουν στην ελληνίδα νοσοκόμα δύο πληγωμένους, έναν Έλληνα στρατιώτη κι έναν Ιταλό αιχμάλωτο. “Θα φέρουμε πρώτα τον δικό μας”, της δηλώνει ο στρατιώτης. “Να φέρετε πρώτα εκείνον που είναι πιο σοβαρά”. Σε λίγο έχει μπροστά της και περιθάλπει τον Ιταλό αιχμάλωτο. Σύντομα ζητά να φέρουν μέσα και τον Έλληνα τραυματία. Εκείνος όμως είναι ήδη νεκρός. Πλησιάζει στο φορείο. Ο νεκρός φαντάρος είναι ο αδελφός της. “Έκανες το χρέος σου”, της είπε αργότερα ο πνευματικός της. Η ελληνίδα νοσοκόμα είχε σώσει έναν εχθρό.
Πλησιάσαμε τον στρατιώτη που κατέβαινε από τη γραμμή της φωτιάς τυφλωμένος από θραύσματα ατομικού όλμου, να τον παρηγορήσουμε, ότι η επιστήμη θα του ξανάδινε γρήγορα το φως του. Μας απάντησε: «Δεν με νοιάζει να μην ξαναδώ ποτές πια! Με φτάνει που τους είδα να φεύγουν»!
Είδαμε, ανάμεσα στους πρώτους κρυοπαγημένους, σε Νοσοκομείο της Αθήνας, τα σβησμένα μάτια του ανθυπολοχαγού να βουρκώνουν στο τραγούδι της Σοφίας Βέμπο. Κι όταν εκείνη έκανε να του σκουπίσει τα δάκρυα, της είπε: «Δεν κλαίω που έχασα τα μάτια μου. Κλαίω που δεν έχω άλλα δύο, να τα δώσω κι αυτά για την Πατρίδα»!
Είδαμε κι άλλο παλληκάρι, που έχασε το πόδι του. Η γυναίκα του ξέσπασε σε κλάματα βλέποντάς τον ακρωτηριασμένο. Εκείνος περίμενε ήρεμα κ ιύστερα της είπε ήσυχα και μετρημένα: «Τώρα κλαις για ένα κομμάτι πόδι και δεν συλλογίζεσαι πως αλλιώς θα ’κλαιγες για την λευτεριά σου».
agonistes.gr