Εκείνο που δεν έγινε ποτέ γνωστό, είναι τί έγιναν ή αν υπήρξαν ένοχοι.
Αλήθεια, τι άλλο πρέπει να γίνει σ αυτή την χώρα για να πάει κάποιος φυλακή;
Έγιναν δικαστήρια αρκετά στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την τραγωδία.
Φυλακή όμως δεν πήγε ποτέ κανένας.
Αυτό ήταν και είναι το παράπονο των μανάδων, που έως σήμερα φορούν συνέχεια τα μαύρα ρούχα, αφού η μοίρα επέλεξε εκείνες να ζουν σαν φαντάσματα, 30 χρόνια τώρα.
Όχι ότι θ’ άλλαζε κάτι και θα ερχόντουσαν τα παιδιά τους πίσω, αλλά η δικαιοσύνη αν υπήρχε, θα έδιωχνε έστω ένα μικρό βάρος από την ψυχή τους.
Το «ύποπτο» βέβαια όλα αυτά τα χρόνια είναι, πως επέτρεψε μία μεγάλη ομάδα όπως είναι ο Ολυμπιακός, να υπάρξει ατιμωρησία.
Οι πρώτες που θα έπρεπε να ενδιαφερθούν για τα αίτια που οδήγησαν 19 δικά του παιδιά και 2 φίλους της ΑΕΚ, έπρεπε να ήταν οι διοικήσεις του.
Δεν αρκούν οι επέτειοι και τα μαύρα καθίσματα στην σημερινή Θύρα 7.
Πάνω στη μνήμη αυτών των παιδιών, κάποιοι έβγαλαν χρήματα.
Μέχρι και ταινία έγινε λίγα χρόνια μετά την τραγωδία. Θέαμα δηλαδή που έκοψε εισιτήρια.
Σ αυτή την χώρα όμως, που τα πάντα έχουν ισοπεδωθεί καιρό τώρα, αν κάποιος περιμένει να βρεθεί λίγο φιλότιμο για να αποδίδεται τουλάχιστον δικαιοσύνη, σε αυτονόητα γεγονότα, μάλλον καταντάει γραφικός.
Ας απαντήσουν τουλάχιστον έστω και καθυστερημένα εκείνοι που πρέπει, τι έφταιξε το απόγευμα της 8η Φεβρουαρίου του 1981 και 21 νέα παιδιά, δεν γύρισαν ποτέ σπίτι.
Δεν το ζητούν μόνο οι μανάδες των παιδιών. Το ζητούν και κάποια άλλα παιδιά, που τότε δεν καταλάβαιναν πολλά, είδαν όμως αρκετά.
Απόσπασμα από εφημερίδα «Θρύλερ», Φεβρουάριος 2005.
«Πώς να ξεχαστεί»
η τραγωδία μέσα από τα μάτια ενός δεκάχρονου παιδιού.
Από μέρες είχα «φάει» τον πατέρα μου να με αφήσει να πάω γήπεδο. Μόνος μου αυτή τη φορά. Πήγαινα πάντα με τον μπαμπά και τους θείους μου. Όχι μόνο στο Καραϊσκάκη, σε όλα τα γήπεδα.
Ωραίες εκείνες οι Κυριακές. Ο αγώνας μια γιορτή, ώρες πριν αρχίσει. Μα αυτή Κυριακή είχε κάτι το διαφορετικό.
«Έλα ρε μπαμπά θα είναι ο Θείος ο Μάκης με τον Γιώργο μαζί, άσε με να πάω, κάνε μου ένα δώρο για τα γενέθλια μου(9 Φλεβάρη είχα γενέθλια).
«Σε παρακαλώ, 10 χρονών παιδί, θες να πάς μόνος σου στο γήπεδο», απαντούσε ο μπαμπάς.
Πώς τον έπεισαν τελικά τα ξαδέλφια μου, δεν ξέρω. Όλη την εβδομάδα γι αυτό μιλούσα. Έδειχνα το εισιτήριο του αγώνα στους συμμαθητές μου και διάβαζα όλα τα μαθήματα καλά, για να μη δώσω καμία αφορμή.
ΚΥΡΙΑΚΗ 8-2-81 ώρα 14.00
Το τρένο ήταν γεμάτο. Δεν γινόντουσαν επεισόδια τότε. Σπάνια έβλεπες τσακωμούς. Όλοι μαζί πήγαιναν στην γιορτή. Κασκόλ, σημαίες, η μυρωδιά του ψημένου λουκάνικου...Τί ωραίο που είναι το Καραϊσκάκη. Κι αυτή η αίσθηση της ελευθερίας. Για πρώτη φορά μόνος στο γήπεδο. Α, ήταν και ο μικρός αδερφός μαζί.9 ετών εκείνος, χεράκι χεράκι. Κι από πάνω τα ξαδέρφια. Προστάτες.
8-2-81 ώρα 16.30
Προσπαθώ να πιστέψω αυτό που βλέπω. Τι ομάδα, τι μπάλα είναι αυτή που παίζει! Μα 6-0 την ΑΕΚ; Κι ο κόσμος!!! Έχει τρελαθεί!!!
Οι παίκτες αποθεώνονται σε κάθε ενέργεια. Οι πιο παλιοί μίλαγαν για τη Θύρα 7.Στρέφω το βλέμμα μου προς τα εκεί. Άλλωστε δίπλα ήμουν. Μια θύρα διαφορά. Φωνή και κακό. Τι χαρά Θεέ μου!!!
8-2-81 ώρα 16.45
Το σφύριγμα της λήξης. Μπράβο ρε παιδιά. Μπράβο ρε παιχταράδες. Είμαστε μεγάλη ομάδα.
«Εδώ μαζί μου εσείς, μη σας χάσω στον κόσμο», ο ξάδελφος μου. Φοβάται μη χαθούμε στο πλήθος. Και μας πιάνει απ το χέρι. Στις σκάλες όταν ο κόσμος βγαίνει, κάτι περίεργο, μια περίεργη διαίσθηση μας κυριεύει. Βλέπουμε κάποιους να τρέχουν, μα δεν καταλαβαίνουμε. «Τι γίνεται ρε Μάκη», ρωτάω. «Δεν ξέρω», μου απαντά. Από κάποιους που είναι έξω απ το γήπεδο, μαθαίνουμε ότι κάτι γίνεται στη Θύρα 7.Βλέπω ανθρώπους να τρέχουν αλαφιασμένοι έξω από το γήπεδο, σα να είδαν κάτι το τρομερό. Όλα αυτά στις σκάλες .Ακόμη όμως δεν ξέρω τίποτα. «Τι γίνεται ρε Μάκη», επιμένω εγώ.
8-2-81 ώρα 17.15
Κάποιοι χωροφύλακες τρέχουν προς τη Θύρα 7.Κάποιοι άλλοι, πολίτες είναι μάλλον, μεταφέρουν κάποιους ανθρώπους στα χέρια.»Μα τι πάθανε αυτοί; Λιποθύμησαν; Η νίκη είναι; Η ένταση; Τί γίνεται;»
Οι πρώτες σκέψεις ενός 10χρονου παιδιού. Αθώα σκέφτεται. Πού να φανταστεί...
Μα το τοπίο γίνεται κόκκινο και γκρίζο. Όταν πια αυτό που κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα είναι ο φόβος, ο τρόμος, η αβεβαιότητα και οι άναρθρες κραυγές, τα πόδια κολλάνε στο έδαφος. Τα μάτια, καρφώνονται εκεί που δεν πρέπει. Και το ερώτημα παραμένει: Τί γίνεται;
Το χέρι μου κρατάει σφικτά αυτό του αδερφού μου. Τα ξαδέλφια μας, μας τραβάνε να φύγουμε. Αρχίζουμε να τρέχουμε. Μα το βλέμμα, όσο γρήγορα και να τρέχεις, παγώνει και στέκεται ΕΚΕΙ.
Δεν ξεχωρίζεις πρόσωπα, σώματα, ηλικίες. Μόνο μια μάζα, κολλημένη πάνω στα σίδερα, που δεν «λύγιζαν» στην οσμή του θανάτου.
...πώς να ξεχαστεί αυτή η εικόνα...
Τις στιγμές που ακολούθησαν δεν τις είδα. Έτρεχα να πάρω τηλέφωνο σπίτι, στο καφενεδάκι απέναντι στην τωρινή πλατεία Θυμάτων Θύρας 7 για να μην τρελαθούν οι δικοί μου.
Η ουρά ήταν τεράστια. Έφτανε έξω από το καφενείο κι εγώ βάζοντας τα κλάματα, έφτασα μέχρι το παλιό κόκκινο τηλέφωνο που έπαιρνε το δίφραγκο!
Τα είδα μετά στις ειδήσεις. Και το ερώτημα που είχα στο γήπεδο τόσην ώρα, είχε αλλάξει. Έγινε ΓΙΑΤΙ;
Έχει απαντήσει άραγε κανείς μέχρι τώρα; Μάλλον όχι!
Πηγή newsday.gr