Μόλις το είπα στη μάνα μου, που η σύνταξή της συρρικνώθηκε στα 650 ευρώ, δεν κατάλαβε το νόημα της θυσίας του και αναφώνησε «Εγώ με 1800 ευρώ σύνταξη θα ξαναπαντρευόμουνα!».
Την έβαλα κάτω και της εξήγησα ότι δεν το έκανε για τον εαυτό του, αλλά για να περάσει μήνυμα αντίστασης στον κόσμο που υποφέρει.
«Και πού ήξερε αυτός με τόσα λεφτά, πώς είναι να υποφέρεις;».
Εδώ είχε ένα δίκιο, αν σκεφτεί κανείς ότι η μανούλα ζει μόνη της, δεν έχει κανένα άλλο εισόδημα και τρέφεται μόνο από τη λαϊκή.
Βέβαια, πάντα από τη λαϊκή τρεφόταν, με λίγες εξαιρέσεις κάνα ψαράκι -πάλι από τη λαϊκή- ή κάνα τέταρτο κιμά από το σούπερ μάρκετ.
Έχει μάθει να περνάει λιτά όλη της τη ζωή και δεν καταλαβαίνει από σκουπίδια και θυσίες. Γι αυτήν, όποιος κερδίζει κάποια καλά χρήματα, οφείλει να βγάζει το σκασμό.
Δε χώραγε η θυσία του φαρμακοποιού με τίποτα ως έννοια στο κεφάλι της.
«Και γιατί αυτοκτόνησε για συμπαράσταση στο λαό και δεν έδινε τη μισή του σύνταξη σε καμιά οικογένεια να ζήσει; Και πάλι, 900 ολόκληρα ευρώ θα του μένανε του παλιόγερου, εγώ πώς περνάω με 650;» φώναξε και αναψοκοκκίνησε.
Προβληματίστηκα σε αυτό το σημείο.
Γιατί προτίμησε να πεθάνει αυτός, αντί να βοηθήσει να ζήσει και κάνας άλλος; Τώρα που τα χάρισε στην «κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου» είναι καλύτερα;
Σκέψου δηλαδή, ο Κολοκοτρώνης αντί να οργανώσει την επανάσταση του ‘21, να αυτοκτονούσε προκειμένου να περάσει μήνυμα στον Ελληνικό λαό.
Θα μου πεις τώρα, τι σχέση έχει ο Κολοκοτρώνης; Ξέρω γω; Ό,τι σχέση έχει και η Συριακή σημαία πάνω στο φέρετρο του φαρμακοποιού, αντί της Ελληνικής.
Και μπροστά από αυτήν, στεκόταν η κόρη του με ένα μικρόφωνο στο στόμα, να αρθρώνει τον επικήδειο του Λένιν, ξεκινώντας με το «πατέρα, σύντροφε», άκαμπτη, ασυγκίνητη, αβάδιστη, ενώ ο Μίλτος Πασχαλίδης αργότερα, έκανε την πρώτη του τραγουδιστική εμφάνιση, μετά από ανάπαυλα τριών ετών.
Ντρέπομαι και που σκέφτομαι ότι κάποιος καλός ατζέντης μπορεί να του έκλεισε τέτοια καλή συναυλία.
Κανονικά, αν ήταν σωστή η κόρη του αυτόχειρα, θα καλούσε τον Haig Yazdjian που είναι Σύριος, να παίξει το ούτι του. Χώρια που μπορεί μαζί του να έσκαγε και η Βιτάλη με το «Τραγούδι των γύφτων» και να έβγαινε και σιντί μετά.
Ούτε στις κηδείες τηρούνται τα προσχήματα. Σ΄αυτή τη χώρα, όποιος έχει μέσον, τον Κύριο είδε.
«Σιγά τη θυσία που έκανε το χούφταλο», συνέχισε με θράσος η μάνα μου…«να ‘τανε τριαντάρης, να το πω θυσία…Άρρωστος θα ήταν και δεν ήξερε τι έκανε».
Της ζήτησα να δείξει σεβασμό στο νεκρό.
"Ο άνθρωπος δικαιώνεται ή ζωντανός ή πεθαμένος. Και τα δυο μαζί δε γίνεται. Εγώ τον σέβομαι ως νεκρό, αλλά για όσο ήταν ζωντανός, μπορώ να λέω ό,τι θέλω!".
Καλά που μένει σε μονοκατοικία και δεν ακούγονται παραέξω αυτά που λέει.
Σας είπα, δεν καταλαβαίνει από τέτοια η μαμά, είναι σκληρό καρύδι.
Άμα έχεις στύψει την πέτρα για να ζήσεις, τι να σου κάνει η θυσία κάθε τρελάρα; Τον είπε και τρελάρα, σας τη δίνω στεγνά. Αν ήξερε τι σημαίνει «φλώρος» και φλώρο θα τον έλεγε.
Δεν μπορεί να την κατηγορήσει κανείς, είναι μια απλή γυναίκα του λαού, για την οποία όλοι νοιάζονται και πολλοί θυσιάζονται, αλλά αυτηνής δεν ιδρώνει τ’ αυτί της.
Θεωρεί τους πάντες καραγκιόζηδες και υποκριτές.
Αφού, όταν κάποτε της είπα ότι ο Καραϊσκάκης έπαιρνε βαρβάτο μισθό για τις υπηρεσίες του στην ελληνική επανάσταση, άρχισε να τον αποκαλεί ψευτοήρωα και πατριδοκάπηλο.
Νομίζω, τότε ήταν που έχασε κάθε εμπιστοσύνη στις αγνές προθέσεις πασών προστατών και Ρωσιών.
Πού να μάθει τώρα δηλαδή, ότι ο αυτόχειρας φαρμακοποιός ήταν άρρωστος από καρκίνο και ετοιμοθάνατος, όπως ξέφυγε της κόρης του.
Θα λέει ότι το έκανε για επίδειξη ή απλώς ότι τα είχε χαμένα. Και θα εξηγούσε ότι επειδή τα είχε χαμένα έγραψε το σημείωμα της αυτοκτονίας του με τη διευκρινιστική παρένθεση στο τέλος "για την Πιάτσα Παρέτο του Μιλάνου". «Αυτός δεν ετοιμαζόταν για αυτοκτονία κορίτσι μου, για διακοπές στο φρενοκομείο ετοιμαζόταν» θα μου πέταγε και θα ντρεπόμουνπου έχω φίλους αριστερούς, αλλά και νεκροθάφτες.
«Εκτός κι αν το ‘γραψε άλλος το σημείωμα» θα έδινε τη χαριστική βολή η μανούλα και δεν θα της απαντούσα, γιατί θα ήταν ανώφελο, αφού δεν της αλλάζεις μυαλά με τίποτα.
Δε με ενοχλεί αυτό. Απόψεις υπάρχουν. Σαφείς αλήθειες δεν υπάρχουν.
Μπορεί να ταυτιστεί μαζί του το πνεύμα του αυτόχειρα, ο παράνομος μετανάστης της γωνίας, η μάνα μου που ψάχνει φτηνά λεμόνια στη λαϊκή, ο Πέτρος Κωστόπουλος, αλλά και ο αδέσποτος σκύλος στην πλατεία.
Πηγή eyedoll