Του Δημήτρη Κανέλλη
Έτσι τον είχε περιγράψει ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος όταν τον πρωτογνώρισε στη Μακρόνησο. Μπορεί να ήταν και τα δύο. Μα πάνω από όλα ο Θανάσης Βέγγος ήταν η προσωποποίηση της ανθρωπιάς. Η τελευταία κινηματογραφική μυθική φιγούρα δεν είναι πια ανάμεσά μας και η απώλειά της αφήνει ένα κενό αδύνατο να αναπληρωθεί.
«Καλέ μου άνθρωπε είμαι συνταξιούχος και βλέπω με τη γυναίκα μου τις ταινίες σου. Σ΄ ευχαριστώ. Μόλις βγαίνω από το σινεμά, έχω ξαλαφρώσει για τρεις μέρες» Έτσι ακριβώς περιέγραψε ο Θανάσης Βέγγος την συνάντησή του, με έναν απλό άνθρωπο, που μόλις είχε δει ταινία του.Έτσι ακριβώς θα μπορούσαμε και εμείς να συμπυκνώσουμε το κεφάλαιο Θανάσης Βέγγος: ένα μεγάλο ευχαριστώ για την τεράστια προσφορά του στον κινηματογράφο, αλλά και στις καρδιές των θεατών. Η τελευταία μας ίσως κινηματογραφική μυθική φιγούρα, δεν είναι πια ανάμεσά μας, και η απώλειά της, αφήνει ένα κενό αδύνατο να αναπληρωθεί. Στην κυριολεξία ορφανέψαμε. Μετά τις συνεχόμενες περιπέτειες με την υγεία του, ο μεγάλος μας κωμικός υπέκυψε στο μοιραίο. Θανάσης Βέγγος, ένα όνομα που είναι ταυτισμένο όχι μόνο με την κωμωδία, αλλά και με την ανθρωπιά. Και εδώ είναι το σημείο που διαφοροποιεί τον Βέγγο, από τους συναδέλφους του κωμικούς. Ότι ο Βέγγος πριν και πάνω από όλα, υπήρξε η προσωποποίηση της ανθρωπιάς. Όσοι τον έζησαν από κοντά αλλά και όσοι τον συνάντησαν έστω και για λίγο σφραγίστηκαν για πάντα από αυθεντικότητα της ύπαρξής του, από την έμφυτη καλοσύνη του αλλά και από την συντροφικότητα και αλληλεγγύη που εξέπεμπε. Τον περιέγραψε πολύ εύστοχα ο Νίκος Κούνδουρος, όταν τον πρωτογνώρισε στην Μακρόνησο: «Αυτός ο άνθρωπος ή τρελός είναι ή άγιος»
Λαϊκός και ονειροπόλος
Γεννήθηκε στην Αθήνα, στο Νέο Φάληρο τον Μάιο του 1926. Ο πατέρας του Βασίλης Βέγγος, ήταν υπάλληλος και ήρωας της Αντίστασης. Τα χρόνια 1948-1950 εξορίστηκε στην Μακρόνησο, και εκεί γνώρισε τον μετέπειτα διάσημο σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο. Η γνωριμία υπήρξε καταλυτική, και ο Βέγγος έκανε την πρώτη κινηματογραφική του εμφάνιση το 1954 στην «Μαγική πόλη» του Κούνδουρου. Τα επόμενα χρόνια έπαιξε σε μικρούς ρόλους, εργαζόμενος παράλληλα και ως φροντιστής στα πλατώ. Οι ρόλοι μπορεί να ήταν μικροί, ωστόσο οι ταινίες έχουν γράψει την δική τους ιστορία. « Ο Δράκος», «Διακοπές στην Αίγινα», «Μανταλένα», «Ο Ηλίας του 16
ου», «Ποτέ την Κυριακή». Ο πρώτος μεγάλος ρόλος του ήταν το 1960 στην ταινία «Οι δοσατζήδες», στο πλευρό του Νίκου Σταυρίδη. Την ίδια χρονιά πήρε και την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος όχι από σχολή, αλλά από ειδική επιτροπή που αναγνώρισε το πηγαίο ταλέντο του. Επίσης πήρε μέρος και στην πρώτη Θεατρική παράσταση, στο «Ομόνοια πλάτς πλούτς» μαζί με τους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη. Σταδιακά και με το πέρασμα των χρόνων, ο Θανάσης Βέγγος άρχισε να διαμορφώνει το μύθο του ως ο βασικότερος εκπρόσωπος της παλιάς καλής ελληνικής κωμωδίας. Δημιούργησε τον τύπο του κατατρεγμένου λαϊκού ανθρώπου, του πολυτεχνίτη, που δεν διστάζει να δοκιμάσει οποιοδήποτε επάγγελμα προκειμένου να επιβιώσει. Παράλληλα προσθέτει στους ρόλους του όλα εκείνα τα στοιχεία ( του καλοκάγαθου, του ονειροπόλου, του αισιόδοξου, αλλά και του αιώνιου θύματος) που τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό στο κοινό αλλά και στους συναδέλφους του .Ο ίδιος σε παλιότερη συνέντευξή του είχε δηλώσει. «Δουλεύω με το ένστικτο. Δεν έχω κανένα ταλέντο παρά μόνο αυτή τη φάτσα, που κοίταξέ την καλά και διάβασε. Εδώ είναι αποτυπωμένη όλη η μιζέρια, όλη η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα». Το είχε επιβεβαιώσει πολύ εύστοχα και ο Αλέξης Δαμιανός. «Ο Βέγγος έφερε με αξιοπρέπεια ακόμη και τον ευτελισμό του εμπορικού κινηματογράφου». Στην δεκαετία του ΄60 ο Θανάσης Βέγγος αρχίζει μακροχρόνια συνεργασία με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη. Ταινίες όπως « Ψηλά τα χέρια Χίτλερ», «Μην είδατε τον Παναή», «Ζήτω η τρέλα», «Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης», τον καθιερώνουν στην συνείδηση του κοινού και το 1964, σε αναζήτηση της καλλιτεχνικής του ελευθερίας, ιδρύει την δική του εταιρία παραγωγής, με τίτλο «Θ.Β- Ταινίες Γέλιου». Αρχίζει να σκηνοθετεί κάποιες από τις καλύτερες ταινίες του, όπως «Φανερός πράκτωρ οοο», «Τρελός , παλαβός και Βέγγος», «Ποιος Θανάσης». Όλες τους χαρακτηρίζονται από την αυτοσχεδιαστική διάθεση των ηθοποιών και το σουρεαλιστικό χιούμορ. Παρόλη, όμως, την εμπορική τους επιτυχία, οδηγούν την εταιρία σε κλείσιμο και τον ίδιο στην οικονομική καταστροφή, από την οποία θα βγει μετά από πολλά χρόνια. Η καριέρα του θα συνεχιστεί με τον Ντίνο Κατσουρίδη, την ίδια εποχή που η δημοτικότητά του αγγίζει τα ύψη. Στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης το 1971 θα γνωρίσει τη αποθέωση με την ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση», όπου απέσπασε το βραβείο κοινού και κριτικών. Έτς, αρχίζει μια περίοδος με θεματολογίες γύρω από επίκαιρα κοινωνικά θέματα. Στην δεκαετία του ΄80 ασχολείται με γυρίσματα βιντεοταινιών και της τηλεοπτικής σειράς «Βεγγαλικά».
Ένας ηθοποιός που συγκλονίζει
Η επιστροφή του στον κινηματογράφο γίνεται με την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου», η οποία ταυτόχρονα σηματοδοτεί ένα νέο και εξ’ ίσου σημαντικό κεφάλαιο στην καριέρα του. Αρχίζει η σχέση του με τον λεγόμενο νέο κινηματογράφο .Οι ερμηνείες του έχουν πλέον διαφοροποιηθεί. Είναι χαμηλότονες, πιο «εσωτερικές», και μεγάλης εκφραστικότητας. Δεν είναι ο άνθρωπος που συνεχώς τρέχει και συνεχώς αγωνιά για την τύχη του και την τύχη των συνανθρώπων του. Είναι πιο μετρημένος στην κινησιολογία του και απόλυτα δωρικός στο πλάσιμο των χαρακτήρων του. Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαία τα εγκωμιαστικά σχόλια από επιφανείς εκπροσώπους του νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Θόδωρος Αγγελόπουλος, Βασίλης Ραφαηλίδης, Πατρίς Βιβάνκος, Γιάννης Σολδάτος και Παντελής Βούλγαρης, ο οποίος του χάρισε εξαιρετικούς ρόλους στις ταινίες του. Ειδικότερα στο «Όλα είναι δρόμος», ένα οδοιπορικό στο υπέροχο Βορειοελλαδίτικο τοπίο, ο Βέγγος υποδύεται έναν θηροφύλακα, που αναγκάζεται να εκτελέσει εν ψυχρώ τον αδίστακτο κυνηγό που σκότωσε την τελευταία νανόχηνα.. Συγκλονιστική η σκηνή με έναν Βέγγο όπως δεν τον έχουμε δει ποτέ, και ένα μεγάλο μάθημα οικολογικής ευαισθησίας. Ανεπανάληπτη όμως υπήρξε και η ερμηνεία του στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Το μονόλογό του μέσα στην απεραντοσύνη και στην σιωπή του χιονισμένου τοπίου, μόνο ο Βέγγος θα μπορούσε να φέρει σε πέρας. Το παραδέχτηκε και ο ίδιος ,-ο πολύ απαιτητικός- Αγγελόπουλος. Ας μην ξεχνάμε πως ο Θανάσης Βέγγος είναι από τους ελάχιστους κωμικούς που κατάφεραν να ρίξουν γέφυρα ανάμεσα στον λεγόμενο παλιό Ελληνικό κινηματογράφο, και στον νέο, που άρχισε να αναδύεται στην διάρκεια της δικτατορίας. Και αυτό, χάρη στο αστείρευτο ταλέντο του και στην ικανότητά του να ανακαλύπτει και να ενσαρκώνει σε κάθε περίοδο την πεμπτουσία του απλού, λαϊκού ανθρωπάκου. Κάτι ανάμεσα σε Σαρλό και Καραγκιόζη, διέσχισε επί δεκαετίες το Ελληνικό κινηματογραφικό τοπίο, χαρίζοντάς μας αξέχαστους ρόλους, αξεπέραστες ατάκες και ένα λυτρωτικό, και ενίοτε πικρό χιούμορ, απευθείας βγαλμένο από τα σπλάχνα της αρχαίας τραγωδίας. Να υπενθυμίσουμε εδώ, πως ο μεγάλος μας κωμικός είχε και σπουδαίες επιδόσεις στο θεατρικό σανίδι. Μάλιστα, το καλοκαίρι του 1995 έπαιξε στην Επίδαυρο τον Τρυγαίο στην Αριστοφανική κωμωδία « Ειρήνη», σε σκηνοθεσία του Γιώργου Μιχαηλίδη. Το κοινό φυσικά τον αποθέωσε. Το 1998 παίζει και στην παράσταση «Αχαρνής» και ο δικός του Δικαιόπολις γράφει ιστορία. Σεμνός , έντιμος και ειλικρινής όπως πάντα, αυτός ο πολύ έμπειρος πια ηθοποιός δεν δίστασε να δηλώσει πως πριν από τις παραστάσεις είχε κυριευθεί από αγωνία, τρακ, και ένα απίστευτο άγχος. «Οι Θεοί της Επιδαύρου να βάλουν το χέρι τους». Και το έβαλαν. Βέγγος ήταν αυτός…Αξίζει επίσης να σημειώσουμε πως το 2002, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την πρώτη κινηματογραφική του εμφάνιση, κράτησε έναν από τους βασικούς ρόλους στην γνωστή τηλεοπτική σειρά «Περί ανέμων και υδάτων».
Ο Θανάσης Βέγγος έχασε τελικά τη μάχη με τη ζωή. Η είδηση του θανάτου σόκαρε και βύθισε μια ολόκληρη χώρα στο πένθος. Το οδοιπορικό ενός από τους κορυφαίους Έλληνες ηθοποιούς έφτασε στο τέλος. Η καλλιτεχνική προσφορά του, δύσκολο να αποτιμηθεί, γιατί εκτός των άλλων, ο Βέγγος υπήρξε -και θα συνεχίζει να υπάρχει- ως αρχετυπικό σύμβολο του Έλληνα που αγωνίζεται να επιβιώσει κάτω από τις πιο δύσκολες κοινωνικές συνθήκες. Και τα καταφέρνει. Ο Βέγγος όμως θα μείνει αξέχαστος και για τα σπάνια χαρίσματα που διέθετε ως άνθρωπος. Χαρίσματα και αρετές που τον διαφοροποίησαν και τον μετέτρεψαν σε έναν ηθοποιό, που μαζί του μπορούσαν να ταυτιστούν όλοι σχεδόν οι Έλληνες. Στην ταινία του Γιάννη Σολδάτου «Το αίνιγμα», ο ηθοποιός ταυτίζεται με τον άνθρωπο.Υποδύεται τον μάντη Τειρεσία, και στην κορυφαία σκηνή, ξεσπάει. «Θανάση με λένε, Θανάση με βαφτίσανε. Θανάση Βέγγο».
Τι έχουν πει επώνυμοι μέσα στα χρόνια για τον Θανάση Βέγγο
Θόδωρος Αγγελόπουλος: «Ήθελα οπωσδήποτε τον Βέγγο για «Το Βλέμμα του Οδυσσέα»., γιατί τελικά κέρδισα μια αυθεντικότητα που είναι εντελώς σπάνια».
Βασίλης Ραφαηλίδης (Κριτικός Κινηματογράφου-Συγγραφέας): «Ο Βέγγος στην ταινία του Αγγελόπουλου είναι το μεγάλο σύμβολο του κατ’ εξοχήν λαϊκού Έλληνα, ο άνθρωπος που τρέχει και δεν φτάνει πουθενά γιατί δεν θα ήταν δυνατό να φτάσει κάπου στην χώρα του πουθενά»
Χρήστος Βακαλόπουλος (Σκηνοθέτης- Συγγραφέας): «Ο Βέγγος διέτρεξε με απίστευτη ταχύτητα το κινηματογραφικό θέαμα καταπίνοντας κάθε μυθοπλασία και συνθέτοντας ένα γιγαντιαίων διαστάσεων σουρεαλιστικό ντοκιμαντέρ».
Ερρίκος θαλασσινός (Σκηνοθέτης): «Έχει ήθος. Όλοι του οι ρόλοι έχουν ήθος. Άκουσε ότι ο «Ηθοποιός ποιεί ήθος», και αυτό βάλθηκε να εφαρμόσει στο πανί. Και σαν ηθοποιός, και σαν σκηνοθέτης, και σαν παραγωγός».
Κώστας Χατζηχρήστος (Ηθοποιός): «Αυτό που με συγκινεί στον Θανάση Βέγγο, είναι το φιλότιμο και η επαγγελματική του ευσυνειδησία. Πιστεύω πως ο Βέγγος είναι ένας μεγάλος ηθοποιός, με τεράστια υπομονή και επιμονή».
Γρηγόρης Γρηγορίου ( Σκηνοθέτης): «Ο Βέγγος είναι ο ίδιος ένας ρόλος και στις ταινίες του και στην ζωή του. Πικρός, βαθύτατα ανθρώπινος, ένας κλόουν που κουβαλάει στις αγωνιώδεις του τρεχάλες όλο το άγχος και τον παραλογισμό της σύγχρονης κοινωνίας μας. Τρέχει για τον εαυτό του και τρέχει και για τους άλλους».
topontiki.gr